Πάει καί ὁ τελευταῖος Ἕλληνας «παπαράτσο» (τό «παπαράτσι» εἶναι πληθυντικός), ὁ Δημήτρης Λιμπερόπουλος.
«Τό «Λί» μέ «ἰῶτα» ἔλεγε πάντα. «Γιατί αὐτό;» τόν εἶχα ρωτήσει. «Τόν Χατζιδάκι» πού γράφει τό “-κις” μέ “ἰῶτα” τόν ρώτησες γιατί;» μοῦ ἀπάντησε.Γνωριστήκαμε στό «Ἔθνος» ὅταν ὁ Ἀλέκος Φιλιππόπουλος ἐξέδωσε τίς «Εἰκόνες».
«Πρόσεχε, μπορεῖ νά σοῦ μάθει πολλά, ἀλλά μπορεῖ νά σοῦ κάνει καί ζημιές» μοῦ εἶχε πεῖ.
«Παίζεις;» μέ ρώτησε. «Παίζω!» τοῦ ἀπάντησα. «Τί παίζεις;» μέ ρωτάει. «Πιάνο, κιθάρα» τοῦ λέω καί σκάει στά γέλια.
– Ρέ σύ, γιά τζόγο μιλᾶμε. Γιά ἀδρεναλίνη. Πῶς τήν ἀνεβάζεις;
– Καλό εἶναι καί τό ρόκ! τοῦ λέω καί ξύνισε τά μοῦτρα…
Μόλις ἡ τεχνολογία εἰσέβαλε στά μέρη μας, ἀπέκτησε «μόνιτορ» στό σπίτι του γιά νά ἔχει ἀπ’ εὐθείας σύνδεση μέ τίς Ἱπποδρομίες σέ Ἀγγλία, Γαλλία.
– Ἔχεις πάει στό Ἄσκοτ;
– Ἔχω πάει, μέ τόν Γιάννη Χατζηπατέρα.
– Καί δέν ἔπαιξες; Πῆγες στό Ἄσκοτ καί δέν ἔπαιξες; Ρέ, ποῦ σέ βρῆκε ἐσένανε ὁ Ἀλέκος!
Μέ συμπάθησε, ὅμως. Καί μιλήσαμε ὧρες πολλές, ἐκεῖνος μέ τό ποτάκι καί τά ἄλογά του κι ἐγώ μέ τό μπλοκάκι καί τό στυλό μου. Καί μοῦ ἔλεγε. Πολλά καί διάφορα, ἄλλα πιστευτά ἄλλα ὑπερβολικά, ἀλλά ὅλα ἀληθινά, ὅπως ἀποδείκνυε ἡ –ἀπαραίτητη– διασταύρωση. «Νά δῶ τί θά τά κάνεις τά λεφτά! εἶχα πεῖ στόν Ὠνάση. Μέ κοίταξε μέ ἐκεῖνο τό “δολοφονικό” βλέμμα γεμᾶτο πικρό χιοῦμορ καί μοῦ εἶπε: “Ρέ, παραπάνω λεφτά ἔχεις ἐσύ ἀπό ἐμένα. Τά δικά μου λεφτά τά ἔχουνε οἱ Τράπεζες! Ὅ,τι εἶναι δικό μου, εἶναι πάνω ἀπό τίς τσιμινιέρες!” μοῦ ἀπάντησε. Βλέπεις πόσο δίκιο εἶχε πρίν ἀπό σαράντα χρόνια;»…
Ὁ Λιμπερόπουλος ἔζησε μέχρι τά 96 του. Δέκα ζωές νά κάνουμε, δέν θά γνωρίσουμε ὅσα γνώρισε ἐκεῖνος ὡς ρεπόρτερ. Κυνηγώντας τόν Ὠνάση, τήν Κάλλας, τήν Τζάκι, τόν Μενεγκίνι, τόν Νιάρχο, τήν Τίνα, τήν Χριστίνα, τόν Ἀλέξανδρο. Κι ὄχι γιά «κίτρινα» ρεπορτάζ.
Γιά μιά δήλωση, μιά φωτογραφία, πού τήν περίμενε σάν δῶρο Θεοῦ ὁ παγκόσμιος Τύπος, τότε, πρίν ἀπό τήν σημερινή ἀστρική καταιγίδα τῆς πληροφορίας. Ὅταν ἦταν νά ἐκδώσω τό περιοδικό «Yesterday», τόν συμβουλεύτηκα.
«Θά βάλουν ἄλλοι λεφτά;» μοῦ λέει.
«Ναί, ἐγώ θά βάλω στήν ἀρχή κι ὕστερα οἱ τρεῖς συνεργάτες μου» ἀπάντησα.
«Καλά, ἅμα βάλει ἄλλος, ἐμένα νά μοῦ γράψεις!» μοῦ εἶπε καί ἀπεδείχθη σωστός.
«Καί τώρα τί κάνω;» τόν ρώτησα, ἀφοῦ τοῦ κατέβαλα τήν ἀμοιβή γιά τήν συνεργασία του.
«Παράτα το, κάνε κάτι ἄλλο ἀργότερα» μοῦ εἶπε…
Ὅταν ἑτοιμάζαμε, τό καλοκαίρι τοῦ 2006, νά ἐκδώσουμε «Τό Φύλλο», μιά Σαββατιάτικη πολυτελῆ ἔκδοση, ἦταν ἀπό τούς πρώτους στήν ὁμάδα.
«Θέλουμε τό ἀρχεῖο σου» τοῦ εἶπα, καί τά συμφωνήσαμε. Ἡ ἔκδοση δέν ἔγινε, μᾶς ἐπετέθη τό τότε «κατεστημένο» τῶν ΜΜΕ, πού διαλύθηκε τελικά ἀπό τούς δανειστές καί τά μνημόνια.
«Ρέ, μέ ποιούς πῆγες νά τά βάλεις; Ἀπό ποιόν πλανήτη ἦρθες;» μοῦ εἶπε στό τηλέφωνο.
«Ἀπό κεῖ πού ἦρθες κι ἐσύ!» τοῦ εἶπα, καί γελάσαμε πικρά. Δέκα ζωές, φίλε, ἔζησες. Κι ἔζησες ὅπως ἤθελες…