Πόσες φορές δέν σκέφτηκα –ἐνῶ ὁδηγῶ– «τί θά γινόταν στούς δρόμους ἄν οἱ Ἕλληνες ὁπλοφοροῦσαν ἐλεύθερα ὅπως στό Ἀμέρικα!»
Κι ἔρχεται ὁ ὁδηγός μέ τήν καραμπίνα, ἔξω ἀπό τό «Κάραβελ», νά μᾶς θυμίσει τί καλά πού εἴμαστε ἐδῶ, στάς Εὐρώπας (διότι Εὐρώπη εἴμαστε κι ἄς λέμε ὅτι δέν ἀνήκουμε σ’ αὐτήν), πού δέν κρατᾶμε πιστόλια, καλασνίκωφ, «χράπα-χροῦπες» ἤ ἄλλα ὅπλα, ὅπως στίς ΗΠΑ, ὅπου μπουκάρεις σέ ἕνα σχολεῖο, δολοφονεῖς τριάντα μαθητές κι ὕστερα βγαίνει ὁ Πρόεδρος τῆς χώρας καί λέει: «Θά ἐξετάσουμε τό ζήτημα λεπτομερῶς». Μέχρι τήν ἑπόμενη ὁμαδική δολοφονία, φυσικά…
Ὁδηγοῦσε ὁ ἀτυχής ἐπαγγελματίας ἕνα πούλμαν, πλῆρες Κορεατῶν τουριστῶν. Τούς εἶχε πάει νά δοῦν τόν Παρθενῶνα, «Δίς ἴζ Παρτένον, δί γκλόρι ὄβ ἔνσιεντ Γκρής» καί τόν ναό τοῦ Ποσειδῶνος στό Σούνιο, «Χίαρ ἴζ δί κέιπ φρόμ χουίτς κίνγ Ἐτζίαν κίλντ χιμσέλφ τζάμπινγκ ἴν δέ σή»…
Κι ἐκεῖ πού ἐπέστρεφαν χορτασμένοι ἀπό Ἀκρόπολη, Παρθενῶνα, Σούνιο, Αἰγέα καί Θησέα (ἄντε καί λίγο Ἀριάδνη καί πιό λίγο Μινώταυρο), τσακώνεται ὁ ὁδηγός τοῦ λεωφορείου μέ τόν «γιωταχή» πού τοῦ ἔχει κλείσει τόν δρόμο.
– Ποῦ πᾶς, ρέ; Στραβομάρα ἔχεις; Δέν βλέπεις ὅτι εἶμαι δεξιά;
– Ἐσύ ἔχεις στραβομάρα! Ἐγώ ἀνεβαίνω ρέ κι ἐσύ κατεβαίνεις! Ἄρα προηγοῦμαι!
– Ρέ κάνε στήν ἄκρη νά περάσω γιατί δέν ξέρεις τί ἔχεις νά πάθεις!
– Σέ ποιόνε μιλᾶς ἔτσι, ρέ; Δέν ἔχεις καταλάβει τί ἔχει νά γίνει! λέει ὁ ἄλλος καί βγαίνει κραδαίνοντας τό κυνηγετικό!
Τραβάει τίς μπαταριές στά παράθυρα τοῦ λεωφορείου, πέφτουνε οἱ Κορεᾶτες κάτω ἀπό τά καθίσματα! «Καλά, στήν Ἀθήνα ἤρθαμε ἤ στήν Ὀκλαχόμα;» ἀναρωτιέται ὁ κύριος στό τρίτο κάθισμα.
Πανικός στό λεωφορεῖο, πέφτει κατάχαμα κι ὁ ὁδηγός, πού ἔκανε μέχρι ἐκείνη τήν ὥρα τόν κόκκορα. «Γιά νά σέ δῶ τώρα ρέ πονηρέ!» λέει –εἰκάζω– ὁ ὁπλοφόρος, μπαίνει στό ἁμάξι του καί χάνεται! Καί ὅλα αὐτά ἔξω ἀπό ἕνα ξενοδοχεῖο γεμᾶτο τουρίστες καί ἐπισκέπτες, στό κέντρο τῆς Ἀθήνας! Μιά σκηνή συνηθισμένη, πού θά εἶχε τελειώσει μέ κανά-δυό φάσκελα, ἄντε καί μερικές βαρειές κουβέντες. Ἔλα, ὅμως, πού ὁ «γιωταχής» εἶχε στό αὐτοκίνητο τήν καραμπίνα καί τά φυσίγγια! Σκεφτεῖτε τώρα νά εἴχαμε, ὁ καθένας, ἀπό ἕνα ρεβόλβερ ἤ «μάγκνουμ» στό ντουλαπάκι τοῦ αὐτοκινήτου μας. Δέν θά εἶχε μείνει ρουθοῦνι!
Θά ἄκουγες τά γνωστά «ξέρεις ποιός εἶμαι ἐγώ;», κι ὕστερα τίς μπαλωθιές! Ἐνῶ τώρα, πού ἔτσι καί βγάλεις πιστόλι σέ τυλίγουν σέ πολλές κόλλες χαρτί καί πᾶς ἀδιάβαστος, ἔχουμε τήν ἡσυχία μας.
Πού λέει ὁ λόγος, δηλαδή, διότι μόλις ἄκουσα ὅτι τά ξημερώματα, σέ μιά κεντρική διασταύρωση τῆς Ἡλιουπόλεως, οἱ περίοικοι ἄκουσαν πυροβολισμούς καί οἱ ἀρχές, πού ἔφθασαν ἀφοῦ εἰδοποιήθηκαν, βρῆκαν κάλυκες ἀπό σφαῖρες πυροβόλων ὅπλων!
Καί ὅπως γίνεται σέ ἄλλες ἀνάλογες περιπτώσεις ἡ Ἀστυνομία θά μᾶς πεῖ ὅτι «εἰκάζεται ὅτι πρόκειται γιά ξεκαθάρισμα λογαριασμῶν», ἤτοι «ἄσε τους νά φαγώνονται μεταξύ τους»…
Διότι μπορεῖ νά ἀπαγορεύεται ἡ ὁπλοφορία (εὐτυχῶς), ἀλλά ὅποιος θέλει νά ἀποκτήσει ὅπλο δέν θά κουραστεῖ πολύ γιά νά φθάσει μέχρι τήν Ὁμόνοια ἤ τήν Βάθη! Χαῖρε, βάθος ἀμέτρητον…