Τό 1974, στήν «Βραδυνή» τοῦ Τζώρτζη Ἀθανασιάδη, καθόμουν σέ ἕνα γραφεῖο, μπροστά ἀπό ἐκεῖνο τοῦ Δημήτρη Ρίζου
Ἔβλεπα τούς ρυθμούς μέ τούς ὁποίους ἐργαζόταν καί ζαλιζόμουν! Ἦταν συνεχῶς μέ τό ἀκουστικό τοῦ τηλεφώνου στό χέρι καί σημείωνε στά χαρτιά του. Κι ὕστερα γέμιζε στῆλες μέ «παραπολιτικά», γραμμένα «πιπεράτα», μέ ἕνα δικό του ὕφος, λίγο «μπρουτάλ», σερραίικα, ἀλλά δηκτικά, χωρίς νά χαρίζεται σέ κανέναν…
«Ἔχει τίς πλάτες τοῦ Καραμανλῆ» ἔλεγαν συνάδελφοι, καθώς ὁ Ρίζος καταγόταν ἀπό τήν Πρώτη Σερρῶν, γενέτειρα τοῦ μεγάλου πολιτικοῦ. Ἐπιτρέψτε μου νά πῶ ὅτι εἶχε τίς δικές του πλάτες, πολύ δυνατές, παρά τό ὅτι ἦταν μικρός τό δέμας. Ἦταν ἀεικίνητος, καί «μέσα σέ ὅλα». Καί κοντά του παρακολουθούσαμε τό ρεπορτάζ καί κάποιοι νεώτεροι, τότε, στήν μεγάλη ἐφημερίδα τοῦ Τζώρτζη, τήν «Τράπεζα», πού πουλοῦσε 250.000 φύλλα καί βάλε!
Ὅταν ὁ Καραμανλῆς πέρασε στήν Προεδρία τῆς Δημοκρατίας, ὁ Ρίζος ἐγκαινίασε μία νέα στήλη στήν «Βραδυνή». Τήν ὀνόμασε «Τό κεντρί» κι ἄρχισε νά κεντρίζει τήν ἐξουσία. Ὁ Καραμανλῆς δέν ἦταν πλέον πρωθυπουργός καί μποροῦσε νά κριτικάρει χωρίς πρόβλημα τήν κυβέρνηση Ράλλη. «Πολύ βαρᾶς, ρέ φίλε» τοῦ λέγαμε, μέ τόν παρακαθήμενό μου στό γραφεῖο Γιῶργο Τράγκα. «Προπονοῦμαι γιά νά ρίξω ἀργότερα τό ΠΑΣΟΚ!» ἔλεγε καί, πράγματι, πίστευε ὅτι ἡ στήλη του θά εἶχε τήν δύναμη νά «χτυπήσει» τόν ἐπερχόμενο Ἀνδρέα καί τήν «πράσινη ἀκρίδα», ὅπως ἀποκαλοῦσε ὁ Ρίζος τούς ὀπαδούς τοῦ Παπανδρέου.
Τό ΠΑΣΟΚ ἦρθε, τό «Κεντρί» συνέχισε νά γράφει, ἀλλά ἡ «πράσινη ἀκρίδα» ἀποδείχθηκε ἰδιαίτερα ἀνθεκτική σέ κάθε εἴδους «κεντριά». Ὁ Τζώρτζης δολοφονεῖται, ὁ Ρίζος εἶναι πολύ μεγαλύτερος ἀπό ὅ,τι ἐπιτρέπει ἡ μετέπειτα ἡγεσία, καί φεύγει γιά τήν «Ἀκρόπολη», ὅπου μένει ἕξι μῆνες…
Μοῦ τηλεφωνεῖ ἕνα πρωί καί πίνουμε καφέ στό «Βυζαντινό» καί μοῦ ζητάει νά τόν ἀκολουθήσω στόν «Ἐλεύθερο Τύπο» πού ἑτοίμαζε ὁ ἀείμνηστος Βουδούρης. Δέν ἄφησα, φυσικά, τήν «Καθημερινή». Μιλούσαμε, ὅμως, καί βγαίναμε μαζί κάποια βράδυα. Ἡ νύχτα τοῦ ἄρεσε ἰδιαίτερα καί ἦταν ἀγαπητός στά νυχτερινά κέντρα.
Στόν «Ἐλεύθερο Τύπο» ἔμεινε δεκαπέντε χρόνια. Κι ὕστερα ἔγινε ἐκδότης, μέ τόν «Ἀδέσμευτο». Ἔφτιαξε ραδιόφωνο (Λάμψη), ἀγόρασε σταθμό τηλεόρασης (Seven-X) καί τά μοσχοπούλησε, ἔβγαλε χρήματα. Ἀλλά ἕνας γεννημένος ρεπόρτερ δέν κάνει γιά ἐπιχειρηματίας. Ἦταν καί κάποιες προσωπικές του ἐπιλογές πού δέν τόν εὐνόησαν, ἡ ζωή τά ἔφερε «τούμπα», ἡ ὑγεία κλονίστηκε…
«Εἶμαι ὁ πλέον ἄχρηστος οἰκονομολόγος, δέν κάνω γιά ἐπιχειρηματίας. Ὅταν ἤμουν ρεπόρτερ περνοῦσα ζωή χαρισάμενη. Τώρα δέν ἔχω ὕπνο, ἔχω ἐφιάλτες. Χρήματα, ὅμως, ἔβγαλα ὅταν πῆρα τόν Seven-X πού τόν πουλοῦσε ὁ Κουλουκουντῆς γιά ἕνα πιάτο φαΐ. 160 ἑκατ. δώσαμε, μισά ἐγώ καί μισά ὁ Κοπελοῦζος, καί σέ ἕναν χρόνο τόν πουλήσαμε ἑνάμισυ δισεκατομμύριο. Ἔβγαλα χρήματα καί ἀπό τήν «Λάμψη». Γενικώτερα, αὐτή ἡ δουλειά μέ δυσκόλεψε στή ζωή μου, γιατί ἔχω καθίσει στό ἑδώλιο τοῦ κατηγορουμένου 897 φορές –ὅπου νά’ναι θά μπῶ στά ρεκόρ Γκίννες– καί παρόλα αὐτά –ἄλλο ρεκόρ αὐτό– ἔχω λευκό ποινικό μητρῶο»… Καλό ταξίδι, Δημήτρη…