Ἡ σύσκεψις μέ τόν Λαφαζάνη στά γραφεῖα τοῦ ΣΥΝ, τό πηγαδάκι στήν Ὁμόνοια καί ἡ ΕΡΤ
ΤΡΙΑΝΤΑ χρόνια μετά τήν δολοφονία τοῦ Παύλου Μπακογιάννη στίς 26 Σεπτεμβρίου τοῦ 1989, ἕνα ἐρώτημα ἐξακολουθεῖ νά «καίει» τόν ἄνθρωπο πού ἦταν μαζί του ἕως ἀργά τό βράδυ τῆς προηγουμένης στά γραφεῖα τοῦ ἑνιαίου Συνασπισμοῦ στήν ὁδό Θεμιστοκλέους, γιά νά συζητήσουν μέ κορυφαῖα στελέχη τοῦ κυβερνητικοῦ ἑταίρου τῆς ΝΔ τό ζήτημα τῆς «πασοκοκρατούμενης» μεροληπτικῆς ΕΡΤ. Πῶς γνώριζαν τά μέλη τῆς 17Ν τό «μυστικό» ὅτι ὁ βουλευτής τῆς ΝΔ θά πάει τόσο νωρίς τήν ἑπομένη στό γραφεῖο του;
«Ἦταν ἁπλῆ συγκυρία;» διερωτᾶται ὁ Γιάννης Δημητροκάλλης, τότε ἀνώτατο κομματικό στέλεχος τῆς ΝΔ, στό βιβλίο του γιά τόν Κωνσταντῖνο Μητσοτάκη «Ὁ Ἡγέτης μετά τόν Ἡγέτη». Ἀναπάντητο, ἐπίσης, μένει ἀκόμη ἕνα μέγα ἐρώτημα, τό ὁποῖο δέν θίγεται στό βιβλίο ἀλλά γνωρίζουμε ἀπό ἄλλες πηγές: ποιά μυστικά γνώριζε ὁ Παῦλος γιά πρόσωπα καί πράγματα λόγω τῆς πολυετοῦς παραμονῆς του στήν Γερμανία κατά τήν διάρκεια τοῦ ἀντιδικτατορικοῦ ἀγῶνος; Τό ἀρχεῖο του ὑπάρχει; Καί ἄν «ναί», ποῦ; Ἤ μήπως ἀγνοεῖται ἡ τύχη του μετά τήν δολοφονία του; Κάποτε ὁ ἱστορικός τοῦ μέλλοντος –ἐμεῖς ἀγνοοῦμε– ἴσως μπορέσει νά φθάσει στήν ἀλήθεια γιά τά βαθύτερα αἴτια τῆς δολοφονίας του. Ἡ «Ἑστία» σήμερα ἀναδημοσιεύει ἕνα ἀπόσπασμα ἀπό τό βιβλίο Δημητροκάλλη, ἐκδοθέν τό 2015 διότι ἀποτελεῖ ἱστορική πηγή. Ἡ περιγραφή του γιά τά γεγονότα ἐκείνης τῆς βραδυᾶς –ἡ χώρα λόγω ἁπλῆς ἀναλογικῆς συγκυβερνᾶτο ἀπό ΝΔ-ΣΥΝ μέ Πρωθυπουργό τόν Τζαννῆ Τζαννετάκη– εἶναι ἀποκαλυπτική:
«Στίς 25 Σεπτεμβρίου 1989, στήν καθημερινή πρωινή σύσκεψη μέ τόν Πρόεδρο, ἐτέθη ἔντονα, γιά μιά ἀκόμη φορά, τό θέμα τοῦ ἀποκλεισμοῦ μας ἀπό τά κρατικά μέσα ἐνημέρωσης, τά ὁποῖα “πασοκοκρατοῦνταν” ἀκόμη, παρά τήν κυβερνητική ἀλλαγή. Ἀποφασίσθηκε νά γίνει μία συζήτηση μέ τόν ἑταῖρο μας στήν Κυβέρνηση, γιά κοινή ἀντιμετώπιση τοῦ προβλήματος. Τήν πρωτοβουλία ἀνέλαβε ὁ Παῦλος Μπακογιάννης, ὁ ὁποῖος λειτουργοῦσε καί ὡς σύνδεσμος γιά τά ἐπικοινωνιακά θέματα μεταξύ τῶν δύο Κομμάτων. Ἡ συνάντηση ὁρίστηκε γιά τό ἴδιο βράδυ καί μοῦ πρότεινε νά πάω κι ἐγώ μαζί του.
»Τό βράδυ στή συνάντηση, στά γραφεῖα τοῦ Συνασπισμοῦ, ἦταν ὁ Πέτρος Κουναλάκης, νομίζω ὁ Π. Λαφαζάνης καί ἕνα-δύο ἄλλα στελέχη πού δέν θυμᾶμαι τά ὀνόματά τους. Μετά ἀπό ἀρκετή συζήτηση συμφωνήθηκε νά πάει ὁ Παῦλος τό πρωί πρίν τίς 08.00 στό γραφεῖο του, γιά νά μιλήσει σέ μιά ραδιοφωνική ἐκπομπή, ἑνός γνωστοῦ τους δημοσιογράφου. Στόχος νά σχολιάσει τήν ὅλη κατάσταση καί νά ζητήσει ἴση μεταχείριση. Φύγαμε κατά τίς ἕντεκα τό βράδυ, καί κατεβαίνοντας στήν Πλατεῖα Ὁμονοίας, πού ἦταν τά γραφεῖα τοῦ Συνασπισμοῦ, ὑπῆρχε ἕνα “πηγαδάκι” μέ ἔντονη συζήτηση, τό ὁποῖο θέλησε ὁ Παῦλος νά πᾶμε νά ἀκούσουμε.
»Τά “πηγαδάκια” αὐτά ἦταν ἕνα ἐπικοινωνιακό ἐφεύρημα τῶν κομμάτων, τά ὁποῖα ἔστελναν 2-3 στελέχη δικά τους γιά νά πιάνουν φωναχτά πολιτική συζήτηση, καί πολλοί περαστικοί σταματοῦσαν καί ἔπαιρναν μέρος διαφωνοῦντες ἤ συμφωνοῦντες. Στό πηγαδάκι πού ἤθελε νά πᾶμε ὁ Παῦλος ἦταν μαζεμένα 30 περίπου ἄτομα, στή γωνία Ὁμονοίας καί Ἀθηνᾶς, μέ προφανῶς ὄχι τό καλύτερο ποιόν τέτοια ὥρα, σ’ αὐτήν τή θέση. Τοῦ εἶπα ὅτι δέν ἦταν φρόνιμο νά πᾶμε ἐκεῖ, ἀλλά ἐκεῖνος ἐπέμενε. Ἀφοῦ δέν μπόρεσα νά τόν πείσω, προφασίσθηκα ὅτι εἶχα στομαχική διαταραχή, διότι φοβόμουνα τό ὅποιο ἐπεισόδιο, μιά καί ἦταν καί ἀναγνωρίσιμος καί χωρίς σωματοφύλακα. Μέ ἄφησε στό προαύλιο τῆς Βουλῆς, πού εἶχα τό αὐτοκίνητό μου, εἴπαμε καληνύχτα καί μπῆκε μέσα στό κτήριο τῆς Βουλῆς γιά μιά ἁπλῆ ἐπίσκεψη. Τό ἄλλο πρωί, ἔβγαινα ἀπό τό σπίτι μου λίγο μετά τίς 08.00΄ γιά νά κατέβω στό Κόμμα καί ὁ κηπουρός τῆς πολυκατοικίας μοῦ εἶπε ἀνήσυχος ὅτι ἔκαναν ἀπόπειρα δολοφονίας κατά τοῦ Μπακογιάννη καί εἶναι πολύ σοβαρά. Ἔμεινα ἄφωνος καί ἔφυγα μέ ἰλιγγιώδη ταχύτητα νά πάω στό Κόμμα. Τό γραφεῖο μου ἦταν στή Βασιλίσσης Σοφίας, ἀλλά πῆγα στό κτήριο τῆς Ρηγίλλης γιά νά μάθω τί ἔγινε καί ποῦ εἶναι ὁ Παῦλος. Ὅλα τά γραφεῖα ἦταν σχεδόν ἄδεια καί μόνο ὁ φρουρός τῆς κεντρικῆς πόρτας μοῦ εἶπε ὅτι ὁ Παῦλος ἦταν βαρειά τραυματισμένος στόν Εὐαγγελισμό. Ξεκίνησα γιά νά πάω, ἀλλά ὁ φρουρός μοῦ εἶπε “δεν κάθεστε ἐδῶ, οἱ ὧρες εἶναι πονηρές, ἐγώ μονάχος μου τί νά κάνω, ἄν συμβεῖ κάτι;”
»Πράγματι, ἔμεινα ἐκεῖ μέχρι πού ἦρθε μία ὑπάλληλος ἀπό τό νοσοκομεῖο καί κλαμένη μέ πληροφόρησε ὅτι δέν ἐπρόκειτο γιά τραυματισμό, ἀλλά γιά θανατηφόρο κτύπημα. Ὁ θεμελιωτής τῆς Ἐθνικῆς Συμφιλίωσης εἶχε χάσει τή ζωή του. Πάντα μοῦ μένει ἡ ἀπορία, πῶς ἤξεραν οἱ δολοφόνοι ὅτι θά εἶναι τόσο πρωί στό γραφεῖο του. Ἦταν ἁπλῆ συγκυρία; Πῆγα ἀργά τό ἀπόγευμα στό σπίτι του, πού ἔμπαινα γιά πρώτη φορά, γιά νά συλλυπηθῶ τήν οἰκογένειά του, δειλός καί ἄτολμος, διότι τί λόγια νά πῶ, σέ ἕνα τέτοιο τραγικό γεγονός. Ἦταν μαζεμένοι φίλοι καί συγγενεῖς. Μέσα ἀπό τό σαλόνι φαινόταν ἕνας μακρύς διάδρομος, πού ὁδηγοῦσε στό ἐσωτερικό τοῦ σπιτιοῦ. Σέ κάποια στιγμή εἶδα τήν κυρία Μπακογιάννη νά ἔχει ἀκουμπήσει τό κεφάλι της στόν τοῖχο, νά ἔχει σηκώσει τό χέρι της ψηλά καί νά τόν χτυπᾶ μέ τή γροθιά της, σέ στάση ἀπόλυτης ἀπελπισίας.»