Ἐπανεκκαθάρισις τοῦ φόρου γιά ἔκπτωση στίς προκαταβολές
Κατά 5% θά μειωθεῖ ἡ προκαταβολή φόρου εἰσοδήματος στίς ἐπιχειρήσεις ἐντός τοῦ 2019, καθώς ἡ πρόβλεψις περιλαμβάνεται στό βασικό σενάριο τοῦ Προϋπολογισμοῦ, ὅπως αὐτό δημοσιοποιήθηκε χθές ἀπό τήν Εὐρωπαϊκή Ἐπιτροπή.
Στό προσχέδιο ἀναφέρεται χαρακτηριστικῶς ὅτι στά μέτρα τοῦ 2019 περιλαμβάνεται «ἡ κατανομή τοῦ ἐπιδόματος πετρελαίου θερμάνσεως ἐντός τοῦ 2019, ὅπως καί ἡ μείωσις κατά 5% τῆς προκαταβολῆς τοῦ φόρου εἰσοδήματος ἐπιχειρήσεων (CIT tax)». Ἡ μείωσις θά εἶναι ἐκτάκτου χαρακτῆρος καί θά συμψηφισθεῖ μέ τήν καταβολή τῆς τελευταίας δόσεως τοῦ φόρου εἰσοδήματος πού θά γίνει τόν Δεκέμβριο.
Αὐτό σημαίνει ὅτι θά ἐπανεκκαθαρισθεῖ ὁ φόρος εἰσοδήματος γιά ὅλες τίς ἐπιχειρήσεις ἕως τά τέλη Νοεμβρίου, προκειμένου στήν τελευταία δόση τοῦ ἐφετινοῦ φόρου εἰσοδήματος νά περάσει ἡ ἔκπτωσις ἐπί τῶν προκαταβολῶν.
Στό προσχέδιο δέν ὑπάρχει καμμία ἀναφορά σέ σχέση μέ τήν διανομή κοινωνικοῦ ἐπιδόματος τό 2019, καθώς ἡ ὁριστική ἀπόφασις θά «κλειδώσει» τό δεύτερο δεκαπενθήμερο τοῦ Νοεμβρίου, ὅταν θά ὑπάρχει πλήρης εἰκόνα γιά τήν ὑπεραπόδοση τοῦ Προϋπολογισμοῦ.
Τό προσχέδιο τοῦ Προϋπολογισμοῦ πού κατετέθη ἀπό τό Ὑπουργεῖο Οἰκονομικῶν στίς Βρυξέλλες στό πλαίσιο τοῦ Εὐρωπαϊκοῦ Ἑξαμήνου ἐπιβεβαιώνει ὅτι δέν θά ὑπάρξει δημοσιονομικό κενό, ἐνῶ διατηρεῖ ἀμετάβλητες τίς ἐκτιμήσεις γιά τούς ρυθμούς ἀναπτύξεως, ὅπως καί τό πακέττο τῶν φοροελαφρύνσεων καί ἄλλων μέτρων στηρίξεως τῆς οἰκονομίας. Ὅσον ἀφορᾶ στό πρωτογενές πλεόνασμα, ὑπολογίζεται σέ 3,7% τοῦ ΑΕΠ ἐφέτος καί 3,6% τό 2020 (ἔναντι στόχου γιά 3,5%), διατηρεῖ τήν πρόβλεψη γιά ἀνάπτυξη 2,8% τό 2020 καί προβλέπει ἕνα πακέττο στηρίξεως τῆς οἰκονομίας συνολικοῦ ὕψους 1,2 δισ. εὐρώ.
Ἀπό τήν πλευρά του, τό Διεθνές Νομισματικό Ταμεῖο στήν ἔκθεση γιά τά δημοσιονομικά μεγέθη τῶν ἀνεπτυγμένων οἰκονομιῶν, προβλέπει ὁριακή ἀπώλεια τοῦ στόχου γιά πρωτογενές πλεόνασμα 3,5% τοῦ ΑΕΠ ἐφέτος καί σημαντικά χαμηλότερη ἐπίδοση ἔναντι τοῦ στόχου τήν περίοδο 2020-2022. Τό Ταμεῖο ἔχει ἀναθεωρήσει δραστικά ἐπί τά χείρω τίς προβλέψεις του σέ σύγκριση μέ τόν περασμένο Ἀπρίλιο, ὅταν παρουσίασε τό προηγούμενο Fiscal Monitor, λαμβάνοντας προφανῶς ὑπ’ ὄψιν ὅτι δέν θά ἐφαρμοσθεῖ ἡ μείωσις τοῦ ἀφορολογήτου ὁρίου, στήν ὁποία στήριζε τίς προηγούμενες ἐκτιμήσεις του.
Ὅπως ὑπολογίζει, τό πρωτογενές πλεόνασμα θά περιορισθεῖ στό 3,3% τοῦ ΑΕΠ ἐφέτος (ἀπό 4,3% πέρυσι) καί τό 2020 δέν θά ξεπεράσει τό 2,6%, δηλαδή σχεδόν μία ποσοστιαία μονάδα κάτω ἀπό τόν στόχο. Ἐν συνεχεία, ὁ διεθνής ὀργανισμός προβλέπει πρωτογενές πλεόνασμα 2,5% τοῦ ΑΕΠ γιά τό 2021 καί τό 2022, δηλαδή καί πάλι κάτω ἀπό τόν ὑφιστάμενο στόχο τοῦ 3,5% τοῦ ΑΕΠ. Γιά τήν ἑπόμενη διετία, ὅταν ὁ στόχος θά ἔχει περιορισθεῖ στό 2,2% μεσοσταθμικῶς, τό Ταμεῖο προβλέπει πρωτογενές πλεόνασμα 2,3% τοῦ ΑΕΠ τό 2023 καί 2% τό 2024.