Δέν φαντάζεστε πόσο μεγάλη «μαγκιά» ἦταν, στά μέσα τοῦ ’60, τό νά μπορεῖ νά μπαίνεις στά «ἀκατάλληλα»!
Τότε, ὅταν στίς προθῆκες τῶν κινηματογράφων ἔμπαινε ἡ ἐπιγραφή «Ἀκατάλληλον», σήμαινε ὅτι ἄν δέν ἤσουν –ἤ ἄν δέν ἔδειχνες– ἄνω τῶν 18, ταινία δέν ἔβλεπες! Ἄν τό μικρό, παραλληλόγραμμο χαρτάκι, καρφωμένο μέ πινέζες, ἔγραφε «Αὐστηρῶς Ἀκατάλληλον», ἐκεῖ ἦταν πού δέν μποροῦσες οὔτε νά πλησιάσεις τό «Ταμεῖον». Κάποιοι ἀπό τήν παρέα μας εἶχαν ἀνεπτυγμένη τριχοφυΐα καί ἀπό τά 16 τους ξυρίζονταν, καί ἄν ἔμεναν ἀξύριστοι δυό-τρεῖς μέρες ἔδειχναν εἰκοσάρηδες καί βάλε. Προσωπικῶς ἀνῆκα στούς «ξανθομπάμπουρες», εἶχα σχεδόν κόκκινα μαλλιά, φακίδες καί γένια ἄρχισα νά βγάζω στά δεκαεφτά μου! Ἴσως γι’ αὐτό τόν λόγο ἄφησα μοῦσι ἀπό τά 18, πού μπῆκα στό Πανεπιστήμιο, μέχρι τά 45, πού ξυρίστηκα ὁριστικῶς καί ἀμετακλήτως! Θυμᾶμαι, λοιπόν, ὅτι κάποια στιγμή, δεκαεξάρης, ἀποφάσισα νά ἀκολουθήσω τούς «μεγαλοδείχνοντες» καί νά ἐπιχειρήσω «νά μπῶ σέ ἀκατάλληλο». Θυμᾶμαι καί τήν ταινία.
«Ματίας Σάντορφ, ὁ μεγάλος ἐπαναστάτης», βασισμένη στό ὁμώνυμο βιβλίο τοῦ Ἰουλίου Βέρν. Παιζόταν σέ ἕναν συνοικιακό κινηματογράφο τοῦ Πειραιῶς, στό «Νίκαια», στήν Παλαιά Κοκκινιά, ἕνας κινηματογράφος τοῦ ὁποίου ἄνοιγε ἡ ὀροφή τά καλοκαίρια! Πήγαμε, λοιπόν, ὅλη ἡ παρέα, κι ἐγώ, πού δέν ἔδειχνα μεγάλος ὅσο οἱ ἄλλοι, «χώθηκα» ἀνάμεσα στούς φίλους μου, στείλαμε ἕναν νά κόψει πέντε εἰσιτήρια καί κατευθυνθήκαμε πρός τόν «ἐφοριακό», ὁ ὁποῖος «τσεκάριζε» τά εἰσιτήρια λίγο πρίν ἀπό τήν πόρτα μέ τήν βαριά κουρτίνα, πού χώριζε τόν προθάλαμο ἀπό τήν σκοτεινή αἴθουσα. Ὁ προπορευόμενος ἔδωσε τά εἰσιτήρια, ὁ «ἐφοριακός» τά ἔκοψε καί ἡ παρέα ἄρχισε νά πλησιάζει τήν κουρτίνα.
«Γιά ἔλα ἐδῶ ἐσύ!» μοῦ λέει μέ ὕφος πού σήμαινε «σέ τσάκωσα!». Πλησίασα καί στάθηκα μπροστά του.
«Ταυτότητα» μοῦ λέει. «Τήν ξέχασα σπίτι» τοῦ ἀπαντῶ. «Πολύ ὡραία, σύρε νά τήν φέρεις καί θά μπεῖς!» μοῦ λέει τήν στιγμή πού οἱ ὑπόλοιποι τέσσερις συνομήλικοί μου χάνονταν στό σκοτάδι, ἀκολουθούμενοι ἀπό τόν φακό τῆς ταξιθέτριας!
Κρατήθηκα νά μήν πῶ «αὐτούς γιατί τούς ἀφήνετε;» καί ἔφυγα, χάνοντας καί τό τάληρο πού εἶχα ἤδη πληρώσει, ἀφοῦ τό εἰσιτήριό μου εἶχε «κοπεῖ» καί ὁ «ἐφοριακός» μέ περίμενε ματαίως, φυσικά, νά ἐπιστρέψω… Φυσικά, δέχθηκα τήν ἑπομένη τήν ἀπαραίτητη «καζούρα» καί δέν μποροῦσα νά καταλάβω πῶς μοῦ ἀπαγορεύθηκε νά δῶ μιά ταινία πού ἦταν βασισμένη σέ ἕνα βιβλίο τό ὁποῖο εἶχα διαβάσει! Πῆρα, ὅμως, τό «βάπτισμα» τῆς παρανόμου εἰσόδου καί μάλιστα σέ «Αὐστηρῶς Ἀκατάλληλη» ταινία, ἡ ὁποία προκάλεσε «σόκ» ὅταν προβλήθηκε στήν Ἑλλάδα, στήν περίφημη γιά τήν ἐποχή της «Σιωπή» τοῦ Ἴνγκμαρ Μπέργκμαν! Ἐλάχιστα μπόρεσα νά ἀντιληφθῶ. Εἶχα τόσα ἀκούσει γιά τίς «ρεαλιστικές» σκηνές τίς ὁποῖες (ὑποτίθεται ὅτι) περιεῖχε ἡ ταινία καί περίμενα νά αἰσθανθῶ τό «σεξουαλικό σόκ» γιά τό ὁποῖο εἶχα διαβάσει στόν Τύπο. Δέν συγκινήθηκα ἰδιαιτέρως, ἀλλά βάλθηκα νά ψάχνω «τό μήνυμα πού ἤθελε νά μᾶς δώσει ὁ Μπέργκμαν». Ἡ παρέα μου εἶχε ἐπισημάνει ἄλλα σημεῖα, τά ὁποῖα ἐγώ εἶχα σχεδόν προσπεράσει καί ἔκτοτε ἄρχισα νά ἐπιλέγω τίς συναναστροφές μου…