Σηκώνεσαι, πού λές, πρωί-πρωί καί βλέπεις ἔξω ἕναν ἥλιο καλοκαιρινό
Πίνεις τό καφεδάκι σου, κάνεις τό μπανάκι σου, ντύνεσαι καί ξεκινᾶς γιά τό γραφεῖο. «Ντύσου καλά, ὁ καιρός εἶναι χάλια» σοῦ λέει ἀπό μέσα ἡ κυρά. Ἀπαντᾶς μέ ἕνα «ἐντάξει» κι ἀπό μέσα σου λές «Τί χάλια μοῦ λές ἐμένα τώρα; Χαρά Θεοῦ ἔχουμε καί ἐσύ μέ θές νά τυλίγομαι μέ κασκόλ καί νά φοράω παλτό» καί βγαίνεις στό δρόμο μέ τό σακάκι κι ἕνα μάλλινο γελεκάκι ἀπό μέσα…
Καί μέχρι νά πᾶς στό αὐτοκίνητο, πού τό παρκάρεις λίγο παρακάτω, ἔχεις ξυλιάσει, ἔχουν παγώσει τά χέρια σου, ἀλλά μόλις κλείσει ἡ πόρτα, ἀνάβεις τή μηχανή καί περιμένεις νά ζεστάνει γιά νά ἀνοίξεις τόν κλιματισμό καί νά ζεσταθεῖ τό κοκαλάκι σου.
Καί ζεσταίνεται ὁ κλιματισμός καί μαζί τά πόδια καί τά χέρια σου καί ὁδηγεῖς μέχρι νά φτάσεις στό γραφεῖο. Κι ἔχει κίνηση μεγάλη, ἀλλά ἀκοῦς στό ραδιόφωνο τούς διάφορους πού ἀναλύουν τόν Ἐρντογάν καί τόν Τσαβούσογλου μέχρι τελευταίας ρανίδος καί καταλήγεις στά ἀθλητικά, ὅπου τουλάχιστον δέν σοῦ λένε ὅλες ἐκεῖνες τίς βαρύγδουπες κουβέντες, πού θά τίς ζήλευε καί ὁ καλύτερος διαφημιστής τοῦ σουλτάνου!
Κι ἀφοῦ περάσει ἡ ὥρα καί φθάσεις στό σημεῖο πού θά παρκάρεις, βγαίνεις πάλι ἀπό τό αὐτοκίνητο καί σέ φυσάει τό ξεροβόρι καί νιώθεις πάλι νά παγώνουν τά χέρια σου, ἀλλά περπατᾶς μέχρι τό γραφεῖο, ξαναμπαίνεις στά ζεστά καί κάνεις τή δουλειά σου ἥσυχος.
Βέβαια, κατά τή διάρκεια τῆς παραμονῆς στό γραφεῖο ἔχεις πιάσει τόν ἑαυτό σου νά ξεροβήχει, ἔχεις χρησιμοποιήσει ἤδη ἕνα πακέτο χαρτομάντηλα καθώς ἡ μύτη σου δείχνει διάθεση διαρροῶν μεγαλύτερων καί ἐκείνων τοῦ Μεγάρου Μαξίμου, ἀλλά γράφοντας καί διαβάζοντας, δέν σοῦ περνάει ἀπό τό μυαλό ὅτι ὅλα αὐτά εἶναι συμπτώματα. σε δέ πού ὁ συνάδελφος δίπλα σέ ρωτᾶ ἄν διάβασες γιά τόν καινούριο ἰό τῆς γρίππης, πού ταλαιπωρεῖ τούς Κινέζους ἀλλά κόλλησε κι ἕνας Ἀμερικάνος στό Σηάτλ.
Κι ἐσύ σκέφτεσαι ὅτι τόσο ἡ Κίνα ὅσο καί τό Σηάτλ «κεῖνται μακράν» καί ἡσυχάζεις καί συνεχίζεις νά ξεροβήχεις καί νά φυσᾶς τήν μύτη σου. Καί κάποια στιγμή παραγγέλνεις κι ἕνα καυτό τσάι στό κυλικεῖο καί ὁ καφετζῆς σέ ρωτάει «γριππούλα;», κι ἐσύ φτύνεις τόν κόρφο σου…
Καί τελειώνεις τήν ἐργασία σου καί πάλι ἡ ἴδια διαδρομή. Μέ τό σακάκι καί τό γελεκάκι, νά πᾶς μέχρι τό αὐτοκίνητο, νά ἀνάψεις τήν θέρμανση, νά ξεπαγώσεις τά δάχτυλά σου, νά ξανακούσεις τίς ἀηδίες τοῦ Κιλιντσάρογλου καί τοῦ Ταγίπ, νά ξαναγυρίσεις στά ἀθλητικά, νά τά βαρεθεῖς κι ἐκεῖνα καί νά καταλήξεις σέ κάποιο μουσικό σταθμό πού παίζει ἐπιτυχίες τοῦ Πώλ Ἄνκα.
Καί νιώθεις λίγο βαρύ τό κεφάλι σου καί μέχρι νά αἰσθανθεῖς τά μάτια σου νά καῖνε κάπως περισσότερο, μέχρι νά φτάσεις στό σπίτι, νά παρκάρεις, νά πεταχτεῖς μέχρι τόν φοῦρνο νά πάρεις ἕνα κιλό ψωμί καί νά μπεῖς στήν κουζίνα γιά νά σοῦ πετάξει ἡ κυρά τήν φράση:«Ἔμ’ ἐγώ στό εἶπα, ἀλλά ἐσύ κάνεις τό τζόβενο!».
Καί πέφτεις στό κρεβάτι μέ τριάντα ὀκτώ κι ἑφτά!