«Εἴμαστε Βορειοηπει-ρῶτες καί ὄχι Νοτιοαλβανοί»
Μέ αὐτή τή φράση διαμαρτυρήθηκε ὁ νεαρός καλλιτέχνης Χρῆστος Μάστορας (πολύ δημοφιλής στή νεολαία) ὁ ὁποῖος κατάγεται ἀπό τήν Βόρειο Ἤπειρο. Δέν θά ἐξετάσουμε τήν αἰτία πού ὤθησε τόν νεαρό στήν ἀνωτέρω δήλωση, ἡ ὁποία ἔγινε μέ ἀφορμή τίς συντάξεις πού προβλέπει ὁ νόμος Κατρούγκαλου γιά τούς Βορειοηπειρῶτες. Εἶναι, ὅμως, περίεργη ἡ στάση πού τηρεῖ ἡ σύγχρονη Ἑλλάδα σέ ὁρισμένα λεπτά ἐθνικά ζητήματα. Ἰδιαίτερα τά τελευταῖα χρόνια οἱ πολιτικοί μας ἡγέτες, προφανῶς ἐπειδή ἔχουν μεγαλώσει μακριά ἀπό τόν λαό καί ἔχουν ἀνατραφεῖ σέ σαλόνια καί σέ ξένα Πανεπιστήμια, τά ἀντιμετωπίζουν μέ ἕναν «φιλελληνικό» καί ὄχι μέ ἐθνικό τρόπο.
Εἴδαμε μέ πόση εὐκολία καί «ταρατατζούμ» οἱ προηγούμενοι τῶν σημερινῶν παρέδωσαν τό ὄνομα τῆς Μακεδονίας στούς ἀδηφάγους καί κακοπροαίρετους βόρειους γείτονες. Εἴδαμε ἐπίσης τήν ἐπιπολαιότητα μέ τήν ὁποία κάλεσαν στήν Ἑλλάδα τόν κατά φαντασία σουλτάνο, ὅταν ὅλη ἡ Εὐρώπη τόν εἶχε ἀπομονώσει, καί τοῦ ἐπέτρεψαν νά θρονιαστεῖ σάν τόν Ἀλή Πασᾶ στόν καναπέ τοῦ Προεδρικοῦ Μεγάρου γιά νά μᾶς πληροφορήσει ὅτι γράφει στά παλαιά του ὑποδήματα τίς διεθνεῖς συμφωνίες. Παρατηρήσαμε ἐπίσης τίς κινήσεις σέ «slow motion» τῆς ἑλληνικῆς διπλωματίας, ἡ ὁποία –ἄν καί εἶχε τίς σχετικές πληροφορίες– βρέθηκε νά ἀκολουθεῖ τά γεγονότα στήν περίπτωση τῆς συμφωνίας-φιάσκο μεταξύ Τουρκίας καί μιᾶς δῆθεν κυβερνήσεως τῆς Λιβύης. Μέ σκεπτικισμό ἐπίσης παρατηρήσαμε τήν προσπάθεια τῆς διπλωματίας μας νά ἔλθει μέ καθυστέρηση σέ ἐπαφή μέ τόν στρατάρχη Χάφταρ, τά συμφέροντα τοῦ ὁποίου ταυτίζονται μέ τά δικά μας στήν ἴδια περιοχή. Μέ ἔκπληξη ἐπίσης καί ἀπορία παρατηρήσαμε τήν ἀνάρτηση στά μέσα κοινωνικῆς δικτυώσεως τοῦ περιβόητου πλέον σήματος τῆς Ἐπιτροπῆς γιά τά 200 χρόνια ἀπό τήν Ἐπανάσταση τοῦ 1821.
Τί συμβαίνει τελικά; Γιατί σέ ἐκείνους πού θά ἔπρεπε νά προκαλοῦν ἐθνική διέγερση τά σοβαρά θέματα πού ἀντιμετωπίζει ἡ χώρα μοιάζουν νά προκαλοῦν ἀλλεργία;
Τί ἔχουμε πάθει, ἀλήθεια, καί πότε ἀκοῦμε ἀπό ἐπίσημα ἑλληνικά χείλη περί «συνωστισμοῦ» στήν προκυμαία τῆς Σμύρνης καί ὅτι «δέν ὑπάρχει γενοκτονία τῶν Ποντίων»; Μεγάλωσα σέ μία πόλη πού φιλοξενεῖ μεγάλη ἀρμενική κοινότητα. Ἀπό παιδί αἰσθανόμουν τήν ἀγάπη τῶν ἀρμενοπαίδων γιά τίς δικές τους «χαμένες πατρίδες» καί μέ θαυμασμό ἔβλεπα τίς ἄοκνες, ἐπίμονες καί ἐνίοτε δυναμικές προσπάθειες καί παρεμβάσεις τους, προκειμένου νά ἀναγνωρισθεῖ διεθνῶς ἡ γενοκτονία τῶν Ἀρμενίων. Οἱ πολύ λιγότεροι, λοιπόν, ἀπό ὅ,τι οἱ δικοί μας ὁμογενεῖς, Ἀρμένιοι τῆς διασπορᾶς, κατόρθωσαν σέ συνεργασία μέ τήν κυβέρνηση τῆς πατρίδος τους νά ἀναγνωρισθεῖ ἡ γενοκτονία τῶν προγόνων τους ἀπό ὅλα τά μεγάλα κράτη, ὅπως ἔγινε τελευταῖα μέ τίς Ἡνωμένες Πολιτεῖες. Τί εἶναι ἄραγε ἐκεῖνο πού ἐμπόδισε καί ἐμποδίζει ἐμᾶς νά ἀντιμετωπίζουμε τά δικά μας ἐθνικά θέματα μέ τήν ἴδια ἀγάπη, ἀφοσίωση καί ζεστασιά; Γι’ αὐτό καί ἀνησυχοῦμε σέ ὅ,τι ἀφορᾶ τόν τρόπο μέ τόν ὁποῖο σκοπεύουμε νά διαχειρισθοῦμε τήν πολύ σημαντική γιά τήν πατρίδα μας ἐπέτειο τῶν 200 ἐτῶν ἀπό τήν ἐθνική παλιγγενεσία. Χρειάζεται προσοχή, σύνεση καί προπάντων ἀγάπη γιά τήν πατρίδα. Τήν ἔχουμε;