Μέ τόν Γεώργιο Μπόμπολα, πού μᾶς ἄφησε χθές, μέ συνέδεσαν τό «Ἔθνος» καί ἡ Ἰωνίδειος, τῆς ὁποίας ὑπῆρξε ἀπόφοιτος.
Στήν ἐφημερίδα του προσελήφθην πρίν ἀκόμη ἐκδοθεῖ. Ἀπό τήν συνεργασία μας, ἔχω μόνο καλές ἀναμνήσεις. Κάπου στά μέσα τοῦ ’80 ὁ “Economist” ἔγραψε ὅτι ὁ Μπόμπολας ἦταν «ἄνθρωπος τῆς KGB» ἤ κάτι ἀνάλογο. Ἕνα μεσημέρι μέ κάλεσε στό γραφεῖο του. «Φεύγεις αὔριο γιά Λονδῖνο, στήν δίκη μέ τόν “Economist”. Οἱ Ἄγγλοι δικηγόροι μοῦ εἶπαν ὅτι εἶσαι βασικότατος μάρτυς. Ἐκλέγεσαι μέ σχεδόν καθολική ἀποδοχή τῶν συντακτῶν ἐκπρόσωπός τους στό σωματεῖό σας καί δέν εἶσαι κομμουνιστής! Πῶς μπορεῖ νά γίνεται κάτι τέτοιο σέ μιά ἐφημερίδα πού εἶναι …καγκεμπίτικη;» μοῦ λέει.
Στό Δικαστήριο τοῦ Λονδίνου, μέ τό πού εἶδα τόν δικαστή μέ τήν περρούκα και τήν κόκκινη μπέρτα, θυμήθηκα τήν ταινία “O, lucky man” (ὅσοι τήν ἔχετε δεῖ, καταλαβαίνετε), καί μέ κόπο κράτησα τά γέλια μου. Μέ ρώτησε τά πάντα! Ποῦ γεννήθηκα, ποιοί ἦταν οἱ γονεῖς μου, τί ψήφιζαν! «Ἀπαντᾶμε σέ ὅλα» μοῦ λέει ὁ δικηγόρος.
«Ὁ παπποῦς μου ἦταν βουλευτής τοῦ φιλοβασιλικοῦ κόμματος! Ἡ μητέρα μου ψηφίζει πάντα τήν συντηρητική παράταξη, ὁ πατέρας μου ἀνῆκε στήν Ἕνωση Κέντρου, κόμμα κεντρῶο! Ἡ θεία μου παντρεύτηκε Ἄγγλο ἀξιωματικό πού βρέθηκε στήν Ἑλλάδα μέ τόν ἐμφύλιο, ἡ ἀδελφή μου εἶναι παντρεμένη στήν Ἀγγλία μέ Ἄγγλο στρατιωτικό, ὁ ἀδελφός μου εἶναι πρύτανις τῆς Νομικῆς στό Πανεπιστήμιο τοῦ Strathclyde στήν Γλασκώβη, ὁ ἄλλος ἀδελφός καθηγητής στό Πανεπιστήμιο τοῦ Σέφιλλντ καί ὁ μεγάλος ἀδελφός, συνταξιοῦχος ναυτικός, παντρεμένος μέ Ἀγγλίδα, στό Νιουκάστλ!»… «Τί θά ψηφίζατε ἄν ζούσατε στήν Ἀγγλία;» μέ ρωτᾶ ὁ δικαστής. «Τήν Μάργκαρετ Θάτσερ, φυσικά!» ἀπαντῶ. Τά ἔλεγα ἀπνευστί, στά καλά –εὐτυχῶς– ἀγγλικά μου, καί παρά τό ὅτι ὁ δικαστής παρέμενε ἀνέκφραστος (σάν κέρινο ὁμοίωμα) διέκρινα κάποια ἀχνά χαμόγελα στά χείλη τῶν Ἄγγλων δικηγόρων μας. Ὅταν τελείωσα τήν κατάθεση, εἶδα τόν νεαρότερο ἀπό τούς δικηγόρους νά μοῦ κάνει ἕνα νόημα πού ἔλεγε «κερδίζουμε»! Ἡ διαδικασία ἦταν ὑποδειγματική. Κατέθεσε, θυμᾶμαι καί ὁ ἀείμνηστος Στράτος Καλογερόπουλος, ὁ ἔμπειρος στρατιωτικός συντάκτης τοῦ «Ἔθνους» , ὁ ὁποῖος –ἐκεῖ τό ἔμαθα– στόν Πόλεμο εἶχε ὑπηρετήσει ὡς πιλότος στήν Ροδεσία ὑπό τήν ἡγεσία τῆς RAF! Ἡ δίκη κερδήθηκε, καί στόν Γ. Μπόμπολα ἐπιδικάσθηκε μιά σημαντική ἀποζημίωση, ἐνῷ τό περιοδικό προέβη σέ «ἐπανόρθωση».
Ὅταν ἐπέστρεψα, πῆγα στό γραφεῖό του. «Τί θέλεις νά σοῦ δώσω; Τά πῆγες περίφημα! Οἱ δικηγόροι μέ ρώτησαν “ποῦ σέ εἴχαμε κρυμένο!”» μοῦ εἶπε.
«Δέν θέλω τίποτε. Πῆγα στό Λονδῖνο γιά κάποιες μέρες, ἔμεινα στό Park Lane, κάλεσα τά ἀδέλφια μου γιά φαγητό σέ ἕναν ὑπέροχο χῶρο, ἔκανα τίς βόλτες μου, πῆγα στό “Nostalgia”, τό ἀγαπημένο μου δισκάδικο καί πῆρα τά βινύλιά μου. Τί ἄλλο νά θέλω;» τοῦ ἀπαντῶ.
«Ζήτησέ μου κάτι!» μοῦ λέει, συνοφρυωμένος. «Νά συνεχιστεῖ ἡ ἀνέφελη συνεργασία μας» τοῦ λέω. Ἔφυγα ἀπό τό «Ἔθνος» τό 1992 σάν φίλος καί –παρά τήν παραίτησή μου– μέ ἀποζημίωση, τήν ὁποία δέν ἐδικαιούμην.
Ὁ Γ. Μπόμπολας, λίγο ἀργότερα, δώρισε στόν Σύλλογο Ἀποφοίτων τῆς Ἰωνιδείου τό ἀκίνητο στό ὁποῖο φιλοξενεῖται ἀπό τότε ἡ συντροφιά μας!