Στίς ἑπτά, χθές τό πρωί, ξεκίνησα ἀπό τήν Καστέλλα γιά τήν Σαλαμῖνα. Ὁδηγῶ πάντα προσεκτικά, σέβομαι τά ὅρια ταχύτητος, καί βλέπω τούς ἄλλους νά τρέχουν μέ διπλάσια ταχύτητα ἀπό τήν ἐπιτρεπόμενη.
Συνήθως μπαίνω στό λιμάνι καί βγαίνω στόν περιφερειακό ἀπό τόν κόμβο τῆς Δραπετσώνας, μετά τήν πύλη τῶν «Δωδεκανησιακῶν». Τό ἔχω κάνει συνήθεια νά διασχίζω τό, ἔρημο, λιμάνι νωρίς τό πρωί, ἀλλά ὄχι τέτοιον καιρό, πού τά βαπόρια φεύγουν ἀπό τό χάραμα μέχρι τό βράδυ… Πέρασα τόν σταθμό τῶν ΗΣΑΠ, πέρασα τό κτήριο τῆς «Ναυτεμπορικῆς», ἔρριξα μιά ματιά στόν Ἅγιο Διονύση, ἀντίγραφο σέ μικρογραφία τῆς Ἁγίας Τριάδος, καί μπῆκα στόν νέο περιφερειακό, περνῶντας ἐμπρός ἀπό τόν παλιό σταθμό τῶν ΣΕΚ, τό ὄμορφο πέτρινο φαιό κτήριο τό ὁποῖο, εὐτυχῶς, διεσώθη καί καθαρίστηκε ἀπό τά συνθήματα τῶν «χούλιγκανς»…
Μπῆκα στόν περιφερειακό. «Τηρεῖτε τά ὅρια ταχύτητας» γράφει ὁ φωτεινός πίνακας μπροστά μου καί δείχνει «50». Πηγαίνω μέ «60», ἀλλά ὅλοι γύρω μου τρέχουν σάν δαιμονισμένοι. Φυσικά, ὅλοι θά μποῦμε στό ἴδιο φέρρυ-μπώτ, ἀφοῦ τά πορθμεῖα Πέραμα-Σαλαμῖνα φεύγουν κάθε μισή ὥρα! Κοντά στό πρῶτο φανάρι, στίς ἑπτά καί τέταρτο, βλέπω ἕνα ἀσθενοφόρο σταθμευμένο δεξιά, μέ τό γαλάζιο «καπέλλο» του νά ἀναβοσβήνει. Ἀσυναίσθητα, κόβω ταχύτητα καί κοιτάζω δεξιά, πού νά μήν κοίταζα!
Στό κράσπεδο, δίπλα, ἕνα δίκυκλο καί κάτω, στό ὁδόστρωμα, ἕνα λευκό σκέπασμα, ἀφήνει νά φαίνεται ἕνα νεανικό χέρι, πού φορᾶ ρολόι. Κόβω ταχύτητα καί αἰσθάνομαι ναυτία! Δέν ἔχω εἰκόνα τοῦ δυστυχήματος, δέν σταματῶ οὔτε «ἀπό δημοσιογραφικό ἐνδιαφέρον». Συνεχίζω νά ὁδηγῶ, μέ τόν δείκτη καρφωμένο στό «50», ἐνῷ ὅλοι γύρω μέ προσπερνοῦν «σάν νά μήν ἔχει συμβεῖ κάτι». Κι ἐγώ ἔχω σηκωθεῖ ψηλά, σάν νά ὁδηγῶ drone καί βλέπω, σέ κάποια συνοικία, μιά γυναῖκα νά ἀπαντᾶ στό τηλέφωνο πού χτυπάει, στό σπίτι της…
Καί μέσα μου στήνεται ὁλόκληρο σκηνικό. Ἡ μάνα τοῦ –ἄγνωστου σέ ἐμένα– θύματος (μακάρι νά μήν ἦταν θανατηφόρο τό περιστατικό, ἀλλά τό λευκό σκέπασμα μᾶλλον ἐκεῖ παραπέμπει) ἀπαντᾶ καί κάποιος τήν ρωτᾶ ἄν ὁ «τάδε» εἶναι συγγενής της. Καί ἀμέσως μετά τῆς ζητοῦν «νά πάει στό Τζάννειο, ὅπου ἔχει μεταφερθεῖ τραυματίας ὁ γυιός της»…
Ἔχω ἱδρώσει, τά χέρια μου κρατοῦν τό τιμόνι σφιχτά καί νευρικά. Δέν μπορῶ νά βλέπω ἄλλους τέτοιους θανάτους (μακάρι νά ἔζησε ὁ ἄτυχος νέος) δέν θέλω νά ἀκούω πιά πόσα νέα παιδιά νά ἀκρωτηριάζονται κάθε χρόνο καί ἀπό σφριγηλά νιάτα μετατρέπονται σέ ἄτομα μέ κινητικά προβλήματα. Εἶναι χαζό, εἶναι κουτό, εἶναι ἄδικο!
Θυμᾶμαι τόν ἀείμνηστο ὁδηγό ταχύτητας Τζώνυ Πεσμαζόγλου, πού ὁδηγοῦσε ἐκείνη τήν ἀπίθανη «Στίνγκ ρέι» στήν δεκαετία ’60-’70. Εἶχα μπεῖ μιά φορά στό αὐτοκίνητό του καί ὁδηγοῦσε πολύ ἀργά καί προσεκτικά. «Πῶς μπορεῖτε καί ὁδηγεῖτε τόσο ἀργά ἐσεῖς πού στά σιρκουί καί στά ράλλυ τρέχετε μέ διακόσια;» τόν ρώτησα. «Ράλλυ δέν κάνεις ποτέ στόν δρόμο!» μοῦ εἶχε ἀπαντήσει.
Οὐδέποτε ἔτρεξα ἀπό τότε, ἄν δέν εἶμαι ἀπολύτως βέβαιος ὅτι ὁ δρόμος εἶναι ἄδειος καί ἀσφαλής. Σκέπτομαι πάλι τούς γονεῖς τοῦ θύματος. Γύρω, μέ προσπερνοῦν ὅλοι, μέχρι κι ἕνα σμαρτάκι.
Ἀλλά ἐγώ πηγαίνω μέ «50». Μέ ὅσα, δηλαδή, δέν πήγαινε στήν καυτή ἄσφαλτο, ὁ σκεπασμένος μέ τό λευκό κάλυμμα νέος.