«Μά, εἶναι δυνατόν; Ἀποστασία στά χρόνια μας;»
Ἡ φίλη, κάτοικος Βορείων Προαστίων, παλιά φίλη, τοῦ «Ἐσωτερικοῦ», πού ἡ παρέα της ἦταν μόνο Ρηγάδες καί πάντα βρισκόταν σέ ἀντίθεση μέ τίς Κνίτισσες, «τά εἶχε» μέ τούς «ἀποστάτες», πού φεύγουν ἀπό τόν Σύριζα καί πᾶνε στόν Κασσελάκη.
«Μά, νά γίνει μείζων ἀντιπολίτευση τό ΠΑΣΟΚ;»…
Τήν λυπήθηκε ἡ ψυχή μου, καθώς μεταξύ μιᾶς ἐπισκέψεως στήν «Λουί Βιττόν» καί ἑνός καφέ στό σαλόνι μεγάλου ξενοδοχείου, μιλοῦσε μεγαλοφώνως στό (ἀκριβό) κινητό της, πιθανῶς μέ φίλη της, πού εἶχε τόν ἴδιο «σεβντᾶ»…
Ἀνταλλάξαμε δύο φιλιά στόν ἀέρα (σέρνεται καί κόβιντ, μήν τήν πάθουμε στά καλά καθούμενα) καί μέ κάλεσε νά καθίσω σιμά της.
Ντυμένη πάντα μέ προσοχή ὥς τήν τελευταία λεπτομέρεια, μοῦ εἶπε τόν καημό της τόν μεγάλο…
«Μά, κι ἐσεῖς δέν γράφετε τήν ἀλήθεια! Σᾶς ἔχει παρασύρει αὐτός ὁ Στέφανος! Καί μέ τόν τρόπο σας σιγοντάρετε τό ἔργο τῆς ἀποστασίας»…
Χαμογέλασα. «Μήν χρησιμοποιεῖς αὐτή τήν λέξη διότι μαρτυρᾶς τήν ἡλικία σου. Ἐγώ, ἐν τάξει, πουθενά δέν λέω ὅτι ὑπήρξαμε συμμαθητές στά γαλλικά, ἀλλά κι ἐσύ μήν λές κουβέντες πού θυμίζουν τό ’65, πού πηγαίναμε ἤδη στό Γυμνάσιο!» τῆς σφυρίζω, δῆθεν προστατευτικά.
«Μά, ἔχει ἄδικο ὁ Γιαννούλης;» μοῦ λέει. «Στόν Χαλεπᾶ ἀναφέρεσαι, προφανῶς. Ὄχι, δέν ἔχει ἄδικο, ἡ τέχνη του ὑπῆρξε σπουδαία» τῆς ἀπαντῶ γελῶντας. «Καλέ, ποιόν Χαλεπᾶ; Στόν συνάδελφό σου, τόν βουλευτή ἀναφέρομαι, πού τά εἶπε ἀπό τήν καλή σέ ἐκεῖνον τόν ξεμαλλιασμένο Παππᾶ, ἀπό τό Κιλκίς, πού ἔγινε πρωτοπαλλήκαρο τοῦ Στέφανου»…
Εἶχα ἀποφασίσει νά συνεχίσω τό δούλεμα, καθώς τό ἔδαφος προσφερόταν ἐλεύθερο. «Μέ μπέρδεψες. Ἐγώ πίστευα ὅτι θά ἤσουν μέ τόν Στέφανο. Πιό πολύ σοῦ ταιριάζει. Ναυτιλία, κέρδη στά Χρηματιστήρια, μοδέρνος, χωρίς “ταμποῦ” καί προκαταλήψεις. Ἐσύ δέν ἤσουν ποτέ συντηρητική.» Τί ἦταν νά τό πῶ; Ἐξεμάνη!
«Ἐγώ συντηρητική; Ξέχασες πού ἤμουν πάντα μπροστά στίς διαδηλώσεις; Ξέχασες ὅτι δέν καθόμουν ποτέ ἥσυχη στίς συνελεύσεις στό Πανεπιστήμιο; Ἐγώ συντηρητική;» ἀνεφώνησε καί κουδούνισαν τά ὁλόχρυσα βραχιόλια στό ἀριστερό της χεράκι, ὅπως ἐκεῖνα, τά χάλκινα τή ἄτυχης Γερακίνας, «πού, ἔπεσε μέσ’ τό πηγάδι κι ἔβγαλε φωνή μεγάλη»… «Πῶς, πῶς, σέ θυμᾶμαι. Ποτέ δέν σέ ἔπιανε ἡ Ἀστυνομία ἐσένα γιατί ὁ μπαμπᾶς σου εἶχε φροντίσει νά περνᾶς ἐλεύθερα ἀπό παντοῦ»…
Ἀναστέναξε βαθιά. «Ἄχ, ὁ μπαμπᾶς! Τί μοῦ τόν θύμισες; Ἄσέ τον νά κοιμᾶται ἐν εἰρήνῃ!». Τώρα χαμογέλασα ἐγώ. «Ναί, γιατί ὅσο ζοῦσε μόνο ἐν εἰρήνῃ δέν τόν ἄφηνες μέ τά καμώματά σου καί ζοῦσε μέ τόν φόβο “μήν τόν γράψουνε οἱ ἐφημερίδες καί γίνει ρεζίλι τῶν σκυλιῶν!”»… Παρήγγειλα τόν καφέ μου, εἴπαμε κι ἄλλα, θυμηθήκαμε τά χρόνια πού τρέχαμε δῶθε-κεῖθε «σάν τά τρελλά πουλιά», μοῦ εἶπε ὅτι «εἶναι πιστή στήν ἀριστερά καί προτιμᾶ τόν Ἀλέξη, ἀλλά …τά ἔκανε κι ἐκεῖνος θάλασσα;», καί μᾶς διέκοψε ἡ ὡραία σερβιτόρος. «Κυρία, ὁ ὁδηγός σᾶς περιμένει ἔξω μέ τό αὐτοκίνητο.» Χαιρετηθήκαμε τρυφερά καί ἔφυγε. Γιά τά Βόρεια, ἀσφαλῶς, γιά νά πολεμήσει ἀπό τά ὀρεινά τούς ἀποστάτες…