Ἔχει ἀλλάξει πολύ ἡ ζωή μας. Ἐμεῖς τήν ἔχουμε ἀλλάξει, δέν ἀλλάζει ἡ ζωή ἀπό μόνη της. Εἶναι Παρασκευή τῆς «βουβῆς» ἑβδομάδας. Ἔτσι ὀνομάζεται ἡ ἑβδομάδα πρό τοῦ Πάσχα.
«Βουβή» ἑβδομάδα, γιά σιωπή καί περισυλλογή. Γιά νά αἰσθανθεῖς ὅτι αὐτή ἡ ἑβδομάδα ἔχει τήν δική της σημασία, καθώς προηγεῖται τῆς Μεγάλης, ἡ ὁποία φέρνει νηστεία καί Μετάληψη τήν Μεγάλη Πέμπτη, μέχρι νά φθάσει ἡ ἔκρηξη τῆς Ἀναστάσεως.
Μπορεῖ νά μήν ἀπολαμβάναμε τίς σημερινές ἀνέσεις, νά μήν εἴχαμε τήν δυνατότητα νά κάνουμε Ἀνάσταση …ἀπό τήν τηλεόραση, νά μήν ἀνταλλάσσαμε φιλί τῆς ἀγάπης μέ βάιμπερ ἤ μέ «γουάτς ἄπ», ἀλλά ὑπῆρχε παντοῦ, στόν ἀέρα, ἡ αἴσθηση ὅτι «κάτι διαφορετικό συμβαίνει.»
Καί, πράγματι, συνέβαινε. Δέν ἀνήκουμε στήν κατηγορία τῶν ἀθεράπευτων νοσταλγῶν τοῦ παρελθόντος. Ἀλλά, μοιραῖα, κάνεις κάποιες συγκρίσεις. Γιατί ἄν δέν εἶναι «κάτι διαφορετικό» ἡ προ-αναστάσιμη περίοδος καί ἡ Μεγάλη Ἑβδομάδα, τότε πῶς θά ἀντιληφθεῖς τήν σημασία τῶν ἡμερῶν;
Ὅλα ἔχουν τήν σημασία τους. Θυμᾶμαι τόν ἀγῶνα πού κάναμε –ὅταν εἴχαμε τήν εὐθύνη τοῦ δημοτικοῦ ραδιοφώνου τοῦ Δήμου Πειραιῶς– προκειμένου νά ἀκολουθηθεῖ μία αὐστηρή γραμμή στό πρόγραμμα τῶν ἡμερῶν.
Τήν Μεγάλη Ἑβδομάδα χαμήλωναν ἀμέσως οἱ τόνοι τῆς μουσικῆς, οἱ ρυθμοί ἔπεφταν σιγά-σιγά, μέχρι νά φθάσουμε στήν μετάδοση μόνο σοβαρῆς μουσικῆς, ἀπό τό βράδυ τῆς Μεγάλης Πέμπτης μέχρι τίς πρῶτες πρωινές ὧρες τοῦ Μεγάλου Σαββάτου. Εἶχα τήν πεποίθηση –καί μᾶλλον δέν ἔπεφτα ἔξω– ὅτι τό ραδιόφωνο εἶχε τήν δυνατότητα –καί τήν ὑποχρέωση– νά εἰσαγάγει τούς ἀκροατές στό κλῖμα τῶν ἡμερῶν.
Στήν δισκοθήκη μου ὑπῆρχαν (καί ὑπάρχουν) πλήν τῶν ἑκατοντάδων δίσκων σοβαρῆς (τήν λένε καί κλασσική) μουσικῆς, οἱ ψαλμοί τῆς Μ. Ἑβδομάδος μέ τήν Φαϊρούζ, τήν Γλυκερία, τήν Ἑλένη Βιτάλη, τό «Ὦ, γλυκύ μου ἔαρ», μέ τήν Εἰρήνη Παπᾶ, στήν ἐπική του ἔκδοση σέ προσαρμογή τοῦ Βαγγέλη Παπαθανασίου, τά Ἐγκώμια, παιγμένα μέ τόν σπαρακτικό εὐθύαυλο τοῦ Βασίλη Σαλέα, ὁ δίσκος τῆς «Λύρα», τοῦ Ἀλέκου Πατσιφᾶ, μέ τήν Ἕλλη Λαμπέτη νά διαβάζει τό Εὐαγγέλιο. Ἤθελες-δέν ἤθελες, ἄνοιγες τήν πύλη τῶν ἡμερῶν καί εἰσερχόσουν σέ ἕναν διαφορετικό χῶρο. Καί σέ προδιέθετε διαφορετικά. Σταματοῦσαν οἱ «πολιτικές» ἐκπομπές, ἀποφεύγαμε τίς συνεντεύξεις καί ἐπιδιώκαμε νά μιλᾶμε μέ πρόσωπα πού μποροῦσαν νά μεταδώσουν τόν λόγο πού ἀπαιτοῦσαν ἐκεῖνες οἱ ἡμέρες… Δηλαδή, σέ μικρογραφία, προσπαθούσαμε νά κρατήσουμε ἐκεῖνα πού εἴχαμε μάθει κι ἐμεῖς, πρωτύτερα, ἀλλά μέ ἕναν ἄλλον, πιό σύγχρονο τρόπο. Μιά ἀνάλυση τοῦ Εὐαγγελίου ἀπό νεωτεριστές Θεολόγους, μιά συζήτηση μέ ἐμπνευσμένους ἱερωμένους ἤ καλλιτέχνες, τῶν ὁποίων ὁ λόγος εἶναι πάντα διαφορετικός καί ἑλκυστικότερος. Ποιός, ἀλήθεια, τολμᾶ σήμερα νά ἀλλάξει τό πρόγραμμα στά ραδιόφωνα καί στά κανάλια; Πῶς μπορεῖς νά ἐπιβάλεις τήν ἀτμόσφαιρα πού ἀπαιτεῖ ἡ προσήλωση στήν ὀρθόδοξη φόρμα στόν δρόμο γιά τόν ἑορτασμό τῆς Ἀναστάσεως; Κινδυνεύεις πλέον νά χαρακτηριστεῖς ρατσιστής καί ὅ,τι ἄλλο βάλει ὁ νοῦς σας!
Καθ’ ὅτι, δυστυχῶς, ἡ κοινωνία μας ρέπει πρός ἕναν ἄναρχο «πολυ-πολιτισμό», μέ χαρακτηριστικά ἐντελῶς διαφορετικά ἀπό τά δικά μας. Μέ δύο λόγια, ὑπάρχει πάντα ἐπάνω ἀπό κεφάλι μας ἕνα μεγάφωνο ἀπό τό ὁποῖο ἀκούγεται μία καί μόνη φράση: «Ἐκεῖνα πού ξέρατε, νά τά ξεχάσετε!». Θά ὑπακούσουμε;