Δέν μοῦ ἀρέσει τό οὐίσκυ
Ἀλλά ἕνα ποτήρι μέ πολύ πάγο καί στό ἠλεκτρόφωνό μου, τό παλιό Teppaz πού φυλάω στήν ὀροφή τῆς βιβλιοθήκης μου, ἡ «Sidonie», πού ἔχει δέκα ἐραστές, ἡ πρώτη μεγάλη ἐπιτυχία τοῦ Γιάννη Σπανοῦ στό Παρίσι, μέ τήν Θεά τῆς νιότης μας, Μπριζίτ Μπαρντό νά τήν ἑρμηνεύει μοναδικά καί ναζιάρικα, ἐπιβάλλεται αὐτό τό βράδυ. Μᾶς πῆρες ἀπό τό χέρι στίς μπουάτ τῆς Πλάκας, στά «ταβάνια», τήν «ἀπανεμιά» καί στίς ἄλλες ἐκεῖνες χαμηλοτάβανες αἴθουσες τῆς Πλάκας καί μᾶς ἔμαθες νά ἐρωτευόμαστε, νά μιλᾶμε γιά τόν ἔρωτα εὐγενικά καί νά θαυμάζουμε ἐκστατικοί ἐκεῖνο τό κορίτσι μέ τά κοντά μαλλιά, τήν Ἀρλέττα, νά τραγουδᾶ, σέ ρυθμό πέντε ὀγδόων, γιά «Μιά ἀγάπη γιά τό καλοκαίρι». Κι ὕστερα, μᾶς ἔδειξες τόν ἄλλο δρόμο πρός τούς ποιητές μέ τίς «Ἀνθολογίες» σου. Κι ἀκούγαμε τραγούδια σέ ποίηση μεγάλων δημιουργῶν, ὄχι ἐπικά, ἀλλά τρυφερά καί ἁπαλά, ἀκούγαμε ἐκεῖνο τό ἐκπληκτικό «Στοῦ τηλεφώνου τό κοχύλι», σέ ποίηση τοῦ ἀδικημένου ἀπό τήν πολιτική Γιώργου Ἀθάνα(Γεώργιος Ἀθανασιάδης-Νόβας) καί «Ἄσπρα καράβια τά ὄνειρά μας», μέ τίς βελούδινες φωνές τῆς Καίτης Χωματᾶ καί τοῦ Μιχάλη Βιολάρη, τοῦ Κύπριου φοιτητῆ, μέ τά μεγάλα γυαλιά, πού ἄγγιζε τήν καρδιά μας λέγοντας πώς «Ἦρθες ἐψές στόν ὕπνο μου»…
Κι ἀφοῦ μᾶς ταξίδεψες στά νερά τοῦ Αἰγαίου, ἔρχεσαι μέ τόν ρωμαλέο καί ρεαλιστικό στίχο τοῦ Νίκου Καββαδία νά μᾶς πεῖς πώς ὁ καθένας μας μπορεῖ νά εἶναι ἕνας «Ἰδανικός κι ἀνάξιος ἐραστής» καί μέ τήν σκληρή καί κοφτή ποίηση τοῦ Γιάννη Σκαρίμπα, νά μᾶς μιλᾶς γιά τό «Σπασμένο Καράβι», ἀνακαλύπτοντας μιά συγκλονιστική φωνή, ἐκείνη τοῦ Κώστα Καραγιαννόπουλου, τοῦ κιθαριστῆ πού βλέπαμε στήν μαυρόασπρη τηλεόρασή μας μέ τήν ὀρχήστρα τοῦ Γιώργου Κατσαροῦ καί τόν ὁποῖο μᾶς παρουσίασες πλέον (καί τόν καθιέρωσες) ὡς Κώστα Καράλη!
Ἔγραψε ποταμό τραγουδιῶν ὁ Γιάννης Σπανός, ἀμέτρητα τραγούδια, ὅλα ἐπιτυχίες, γραμμένα μέ τήν καρδιά, μία πονεμένη καί εὐάλωτη καρδιά, πού κατέληγε σέ ἕνα τρυφερό, πάντα μέ μία δόση πίκρας στό βάθος, χαμόγελο.
Καί ποιός δέν τραγούδησε δικά του τραγούδια! Τόν εὐγνωμονῶ, πού μέ τά τραγούδια του κι ἕνα πιάνο μᾶς ἀξίωσε νά ζήσουμε βραδυές ἀξέχαστες, καθώς μάζευα τά κορίτσια γύρω ἀπό τήν παρέα μας, ἀκουμπισμένα μέ τά μάτια μισόκλειστα στό ζωντανό ἀπό τήν μελωδία κλειδοκύμβαλο, γιά νά ἀκούσουν τήν «Ὁδό Ἀριστοτέλους», ἕνα «Σάββατο κι ἀπόβραδο, καί ἀσετυλίνη», ὅπως μαστόρικα καί μέ τόν ἐρωτισμό νά ξεχειλίζει ἔφτιαξε ὁ φίλος Λευτέρης Παπαδόπουλος.
Κι ὕστερα μᾶς ἔδωσε ἐκεῖνο τό μικρό ἀριστούργημα, «Κάτω ἀπ’ τή Μαρκίζα», μέ τήν συγκλονιστική ἑρμηνεία τῆς Βίκυς Μοσχολιοῦ, τῆς γυναίκας μέ τήν φωνή σάν βιολοντσέλο, σέ ποίηση τοῦ ἀξέχαστου καί καλοῦ μας φίλου Μάνου Ἐλευθερίου, πού σέ ἕνα δίστιχο ἔγραψε μία ὁλόκληρη ζωή: «Ἐσύ, ὅπου κι ἄν πᾶς, σ’ ὅποιο ταξίδι, σέ λάθος στάση θά κατεβεῖς»!
Καλό κατευόδιο. Καί εἶναι βέβαιο ὅτι ἐσύ τόν ξεγέλασες τόν Καββαδία. Καί δέν θά ἔχεις «Μιά κηδεία σάν τῶν πολλῶν ἀνθρώπων τίς κηδεῖες!». Ἀντίο, καλέ μας Γιάννη Σπανέ, καί νά εἶναι ἐλαφρύ τό «Νέο κῦμα» πού σέ ταξιδεύει…