Σάν χθές, τό 1910, γεννήθηκε στόν Πειραιᾶ ὁ Γιάννης Τσαρούχης
Ὁ μέγας αὐτός καλλιτέχνης καί θυμόσοφος. Ἡ οἰκογένεια τοῦ ζωγράφου καταγόταν ἀπό τά Ψαρά. Γονεῖς του, ὁ Ἀθανάσιος Τσαρούχης καί ἡ Μαρία Μοναρχίδου.Ἡ οἰκογένεια Τσαρούχη ἔφυγε ἀπό τόν Πειραιᾶ τό 1927. Ὁ νεαρός Γιάννης, ὅμως, εἶχε ἤδη «ζυμωθεῖ» μέ τόν Πειραιᾶ, μέ τό Θέατρο Σκιῶν καί μέ τά πανέμορφα κτίρια τοῦ ἐπινείου, τά ὁποῖα ἔσπευσε νά «καταπιεῖ» ἡ χωρίς μέτρο ἀστυφιλία, πού «ἐξερράγη» μετά τόν Πόλεμο…
Κάθε μέρα σχεδόν μέ σταματᾶ τό φανάρι στήν διασταύρωση τῶν ὁδῶν Γεωργίου Α΄ καί Βασιλίσσης Σοφίας, στόν Πειραιᾶ. Στρέφω τήν κεφαλή ἀριστερά καί ἀντικρύζω τήν οἰκία Σπυρίδωνος καί Ἀγγέλου Μεταξᾶ, ἔργον Τσίλερ, ἀνακαινισμένη καί κλειδωμένη ἐδῶ καί χρόνια, καθώς ἔχει περιέλθει στό «χαρτοφυλάκιο» Τραπέζης, ἡ ὁποία ποσῶς ἐνδιαφέρεται γιά τήν τύχη αὐτοῦ τοῦ κομψοτεχνήματος. Στό σπίτι αὐτό «μπαινόβγαινε» καθημερινά ὁ μικρός Τσαρούχης, ἀφοῦ ἡ σύζυγος Μεταξᾶ ἦταν ἀδελφή τῆς μητέρας του! «Γεννήθηκα στό τελευταῖο πάτωμα ἑνός σπιτιοῦ τρίπατου, στήν ὁδό Λουκᾶ Ράλλη καί Βασιλέως Γεωργίου, στόν Πειραιᾶ. Ὅπως τά περισσότερα νέα σπίτια στόν Πειραιᾶ, ἦταν νεοκλασικό. Τό νά βγεῖς περίπατο στόν Πειραιᾶ ἐκείνη τήν ἐποχή ἦταν σάν νά σεργιανίεις σέ μιά γιγαντιαία σκηνογραφία μέ βράχια καί ὡραῖα σπίτια μέ ἀγάλματα καί ἀετώματα». Ὅπως ἔχει δηλώσει ὁ Τσαρούχης, τά ταβάνια τοῦ σπιτιοῦ τους ἦταν ζωγραφισμένα ἀπό κάποιον Ἰταλό καλλιτέχνη. Ὁ ἴδιος ἔπαιζε σέ μιά τραπεζαρία, στῆς ὁποίας τό ὠοειδές ταβάνι ὑπῆρχαν οἱ ζωγραφιές τοῦ Ἀδάμ καί τοῦ Θεοῦ, τοῦ Μιχαήλ Ἀγγέλου! Στό δωμάτιο τῆς μητέρας του ὑπῆρχε ἡ ἀλληγορία τῆς Ἀνοίξεως καί στήν κύρια τραπεζαρία, ἐντός κύκλου, ἀπεικονιζόταν τό ἅρμα τοῦ Ἡλίου! Τί ἀπέγινε ἡ οἰκία τοῦ ἐμπόρου ἀπό τήν Ἀρκαδία Ἀθανασίου Τσαρούχη καί τῆς Ψαριανῆς Μαρίας Μοναρχίδου, τό ὁποῖο κάθε σοβαρή πόλις θά φρόντιζε νά διατηρήσει; Κατεδαφίστηκε γιά νά χτιστεῖ μία τετράγωνη, ἄμορφη πολυκατοικία! Μήπως –λέω ἐγώ τώρα– θά ἔπρεπε ὁ Δῆμος Πειραιῶς νά ἐπιδιώξει τήν ἀπόκτηση ἤ τήν μίσθωση τῆς Οἰκίας Μεταξᾶ; Ἄς γίνει ἡ προσπάθεια καί …θά βροῦμε τί θά τήν κάνουμε!
Τόν Γιάννη Τσαρούχη τόν γνώρισα ἕνα μεσημέρι στοῦ «Zonar’s». Ἀμήχανος, τοῦ εἶπα: «Εἴμαστε ὑπερήφανοι πού γεννηθήκατε στήν πόλη μας, στόν Πειραιᾶ» καί μοῦ ἀπάντησε: «Πρόβλημά σας, ἀγαπητέ». Ἀφοῦ συζητήσαμε γιά λίγο, παρόντος τοῦ κοινοῦ μας φίλου, μουσικοῦ Βαγγέλη Μιχαηλίδη (ἔγινε τελικά μοναχός στόν Πανάγιο Τάφο), τόν ρώτησα γιατί ἐρχόταν σπανίως ἕως …καθόλου στόν Πειραιᾶ.
«Τί νά ἔρθω νά κάνω; Κάθε τόσο σταματῶ τό ταξί καί ρωτάω ποῦ βρίσκομαι! Δέν ἔχει μείνει τίποτε, οὔτε ἕνα σημεῖο ἀναφορᾶς στά δικά μου τά χρόνια!» μοῦ εἶπε καί εἶχε δίκιο. Ἀντίθετα, στόν Πειραιᾶ ἐρχόταν συχνά ὁ Βασίλης Τσιτσάνης. Τόν ἔφερνε, πρωί-πρωί, γιά καφέ ὁ συνάδελφός μας καί φίλος του Γιῶργος Κοντογιάννης, στήν καφετέρια «Ἰρένε», τοῦ Τάκη Χριστόππουλου, στήν Πειραϊκή. Ἐκεῖ πού μαζευόμασταν ὁ Μιχάλης Παπαδόπουλος, ὁ Γιάννης Φύτρας, ὁ Στέλιος Τραϊφόρος, ὁ Γιῶργος Κόμης, ρώτησα τόν Τσιτσάνη ἄν, πράγματι, ὁ Τσαρούχης χορεύει τόσο καλό ζεϊμπέκικο. «Δέν χορεύει. Κάνει πώς εἶναι ὁ Διόνυσος πού μαζεύει σταφύλια ἀπό τήν κληματαριά!» μοῦ ἀπάντησε…