Θά ἤθελα ἕνα πρωί νά ξυπνήσω καί νά βρεθῶ στήν «ἄλλη Ἑλλάδα»
Σέ μιά Ἑλλάδα πού θά σεβόταν τήν κληρονομιά της, πού θά συμβάδιζε μέ τήν λογική, πού «θά ἔβλεπε τόν κόσμο σάν ἔργο τέχνης»…
Σέ μιά Ἑλλάδα, ὅπου τό μῖσος δέν θά εἶχε θέση, ὅπου ὁ διχασμός θά ἦταν ἄγνωστη λέξη, ὅπου ἡ συνεργασία καί ἡ συμπαράταξη στά μεγάλα θέματα θά ἦταν ἐκ τῶν ὧν οὐκ ἄνευ…
Σέ μιά Ἑλλάδα στήν ὁποία οὐδείς θά διενοεῖτο νά πάει στήν κηδεία τοῦ Μίκη Θεοδωράκη γιά νά «βγάλει τό ἄχτι του», σέ μιά Ἑλλάδα μέ πολῖτες πού θά εἶχαν ἀγωγή (τήν ὁποία θά τούς εἶχαν διδάξει οἱ μεγαλύτεροι καί οἱ δάσκαλοι), σέ ἕναν τόπο πού δέν θά γκρέμιζε μέ τόση εὐκολία τά εἴδωλά του… Σέ μιά Ἑλλάδα, ἡ ὁποία τοὐλάχιστον στήν κηδεία του, θά σεβόταν τόν λόγο καί τήν πορεία τοῦ Μίκη Θεοδωράκη, τοῦ κατ’ ἐξοχήν ἑνωτικοῦ -μέ τό ἔργο, τίς πράξεις καί τήν πολιτική του πορεία- πολίτη αὐτῆς τῆς χώρας… Πόσο θά ἤθελα, στήν Μητρόπολη, ἀντί τῆς Προέδρου τῆς Δημοκρατίας καί τοῦ γραμματέως τοῦ ΚΚΕ, νά εἶχαν μιλήσει ὁ Ἄγγελος Σικελιανός καί ὁ Σωτήρης Σκίπης! Πόσο θά ἤθελα ἀντί γιά τήν στρατευμένη κομματική νεολαία νά ἔβλεπα ἤρεμα πρόσωπα καί γαληνεμένα. Πόσο θά ἤθελα νά λείπουν ἀπό μιά πάνδημη κηδεία τά πανώ καί τά συνθήματα…
Τόν Μίκη Θεοδωράκη ἀποχαιρετοῦσε ἡ Ἀθήνα. Τόν ἄνθρωπο πού ρούφηξε τήν ζωή μέ ἀπληστία, πού γεύτηκε τούς καρπούς ἀπό κάθε δέντρο, πού ἀψήφησε τούς κινδύνους, πού πορεύτηκε μόνος, πολλές φορές λιθοβολούμενος, ἀλλά πάντα «ἔκανε τό δικό του»… Τό γνώριζαν ὅλοι αὐτό. Μπορεῖ νά «πολέμησε τόν Δεκέμβρη», ἀλλά εἶναι βέβαιο ὅτι πολλά βράδυα ἀναρωτιόταν τό «γιατί». Μπορεῖ νά κατέφυγε, στό τέλος τῆς ζωῆς του, στήν ἀσφάλεια τοῦ Κόμματος, ἀλλά τά τελευταῖα γεγονότα ἔδειξαν ὅτι ἦταν ἡ μοναδική γιά ἐκεῖνον «ἔξοδος κινδύνου».
Δυστυχῶς, ὅμως, οὔτε ὁ Μίκης ἔζησε στήν Ἑλλάδα πού ὀνειρευόταν. Στήν Ἑλλάδα τήν ὁποία ὑπηρέτησε ἀπό πολλά «μετερίζια», μέ τήν πέννα, τό ὅπλο καί τό πεντάγραμμό του. Δέν μελοποίησε τυχαῖα ὅλους τούς μεγάλους ποιητές. Καί δέν ἦταν, ἀσφαλῶς, «παιδιά τοῦ Δεκέμβρη» ὁ Ἐλύτης καί ὁ Σεφέρης, Δέν εἶχε «παρωπίδες» οὔτε ἦταν πειθήνιο μέλος κανενός Κόμματος. Εἶναι ἐκεῖνος, πού μέ τίς πολιτικές ἐνέργειές του, «ἔκανε μέ τά κρεμμυδάκια» τήν προηγούμενη ζωή του. Γιατί αὐτός ἦταν ὁ Μίκης Θεοδωράκης. Ἕνας ἐλεύθερος ἄνθρωπος! Ἕνας ἐλεύθερος καλλιτέχνης, ἕνα μεγάλο μυαλό, πού δέν μποροῦσε νά ἀνεχθεῖ κανενός εἴδους -κανενός- δεσμεύσεις! Αὐτός, λοιπόν, ὁ ἄνθρωπος, τόν ὁποῖο ὅλη ἡ χώρα «παραδέχθηκε» καί ὕμνησε, κήρυξε σέ ὅλη του τή ζωή τήν ἐλευθερία καί τήν ἑνότητα! Καί, δυστυχῶς, τήν ἡμέρα πού τοῦ ἔπρεπε ὁ ὕψιστος σεβασμός, βρέθηκαν τά σπέρματα τοῦ διχασμοῦ καί ἀσχημόνησαν στόν προαύλιο χῶρο τῆς Μητροπόλεως. Κάποια ἀπό τά κείμενα τοῦ Μίκη Θεοδωράκη πρέπει νά διδάσκονται στά σχολεῖα. Νά διδάσκεται τό συνεχές κήρυγμα ἑνότητος πού ἐξέπεμπε μέ τίς μουσικές του συνθέσεις, ἀλλά καί μέ τίς πολιτικές του πράξεις. Γιατί ὁ Μίκης Θεοδωράκης «δέν ἦταν» κανενός. Ἦταν ὅλων μας…