Σάν χθές, 23 Ὀκτωβρίου, τό 1925, γεννήθηκε στήν Ξάνθη ὁ μέγας Μᾶνος Χατζιδάκις.
Ὁ ἄνθρωπος, πού μέ τήν μουσική του ἰδιοφυΐα, μᾶς ἀνέβασε «λίγο ψηλότερα», ὅπως ἔγραψε ὁ ἄλλος πυλῶνας τῆς πολιτισμικῆς μας κληρονομιᾶς Γιῶργος Σεφέρης.
Πρίν ἀπό κάποια χρόνια, ὁ συνάδελφος Νῖκος Τσαγκρῆς συνάντησε τόν σπουδαῖο δημιουργό Ἄκη Πάνου. Ἄς δοῦμε τί εἶπε γιά τόν «Μεγάλο Ἐρωτικό» τοῦ ἑλληνικοῦ πενταγράμμου ὁ σπουδαῖος αὐτός μουσικός.
«Ὁ Χατζιδάκις ἦταν περισσότερο αἴσθηση, παρά ἀνθρώπινο κατασκεύασμα. Ἡ αἴσθηση πού ὑπάρχει στά τραγούδια του εἶναι καταπληκτική. Ἀκούγοντας τίς μελωδίες του, πιστεύεις ὅτι αὐτά τά τραγούδια ἔχουν γραφτεῖ ἀπό ἕναν ἄνθρωπο πού εἶχε μόνο πνεῦμα, δέν εἶχε καθόλου ὕλη. Ἔχουν λεχθεῖ πολλά πράγματα γιά τόν Μᾶνο τόν Χατζιδάκι. Ἐγώ τόν γνώρισα πολύ λίγο, δύο-τρεῖς συζητήσεις κάναμε μαζί, καί σέ βεβαιῶ (ἐπειδή εἶχα ἀκούσει πολλά, ὁ ἴδιος δέν ἐνδιαφερόταν γιά αὐτό, στά παλιά του τά παπούτσια τούς εἶχε γραμμένους) μπορῶ νά πῶ ὅτι σάν χαρακτῆρας, σάν ἄνθρωπος, ἦταν ἀπό τούς πιό σοβαρούς ἄντρες πού ἔχω γνωρίσει.
Σάν δημιουργός εἴπαμε, ἦταν μιά αἴσθηση σκέτη. Μιά αἴσθηση πού πέρασε μέσα στά τραγούδια πού ἔγραψε, καί ἀκόμα σ’ αὐτά πού διασκεύασε. Ἔκανε, ἄς ποῦμε, τίς “Πασχαλιές μέσα ἀπό τήν νεκρή γῆ”. Τά τραγούδια αὐτά τά ἀκούω, ἀλλά δέν τά ἀκούω σάν δεύτερες ἐκτελέσεις, τά ἀκούω σάν καινούργια τραγούδια, σάν κάτι ἄλλο. Γιατί μέσα ἀπό αὐτά, αὐτό πού ξεχωρίζω εἶναι ἡ αἴσθηση Χατζιδάκις.»
Δέν μπορεῖς παρά νά συμφωνήσεις. Πράγματι, ὁ Χατζιδάκις ἦταν «ὅλος μιά αἴσθηση», τήν ὁποία ἀπηύθυνε στίς αἰσθήσεις τῶν ἀκροατῶν του. Ὅσοι εἶχαν τήν εὐκαιρία νά τόν συναντήσουν καί νά μιλήσουν μαζί του (ὁ Θεός μέ ἀξίωσε νά ἐργασθῶ στήν ΕΡΤ ἐπί τῶν ἡμερῶν του) συμφωνοῦν μέ αὐτό, τό «εἶχε μόνο πνεῦμα, δέν εἶχε καθόλου ὕλη.»
Φανατικός ἀκόλουθος τοῦ ἔργου του ἔχω μελετήσει κάθε κομμάτι, κάθε λεπτομέρεια τῶν τραγουδιῶν καί τῶν συνθέσεών του. Χωρίς πομπώδη διάθεση, χωρίς φασαρία, μποροῦσε νά γράφει τραγούδια «ἐπαναστατικά», χρησιμοποιῶντας κλίμακες ἐλάσσονες καί ρυθμούς ἁπλούς, ἀλλά «πάντρευε» τόσο ὄμορφα τά στοιχεῖα πού κρατοῦσε στίς ἄκρες τῶν δακτύλων του, πού μποροῦσες νά ἐξεγερθεῖς καί νά ὑψώνεις τήν γροθιά, ἀκούγοντας τόν «Σκληρό Ἀπρίλη τοῦ ’45», ἀπολαμβάνοντας τήν μελωδία τοῦ «Μάγκας βγῆκε γιά σεγιάνι» μέσα ἀπό τά πλῆκτρα καί τίς χορδές ἑνός τσέμπαλου…
Ἀρκεῖ ἕνας περίπατος στό καταπληκτικό «Χαμόγελο τῆς Τζοκόντας» γιά νά ταξιδέψεις σέ ἄλλους κόσμους, νά δεῖς τά πράγματα μέ ἄλλο μάτι. Ἕνας δίσκος-ὁρόσημο, σέ παραγωγή τοῦ μεγάλου Κουίνσι Τζόουνς, στήν Νέα Ὑόρκη. Νά πετάξεις ἀκούγοντας τό «Ὅταν ἔρχονται τά σύννεφα» καί νά νιώσεις ἀπέραντη τρυφερότητα μέ τήν «Παρθένα τῆς γειτονιᾶς μου». Κι ὕστερα, νά περάσεις στό «Reflections» καί νά μάθεις τήν ἱστορία τοῦ «Κεμάλ», μέσα ἀπό ἤχους ρόκ νά κυλήσεις πλάι στό περίφημο «The day», πού ἀργότερα ἔγινε «Ποῦ τό πᾶνε τό παιδί» καί τήν «Noble Dame», τήν ὁποία ὁ Νῖκος Γκάτσος μετέτρεψε σέ «Περιμπανού». Ἀκοῦτε καί μνημονεύετε Μᾶνο Χατζηδάκι. Μόνο κερδισμένοι θά βγαίνετε…