Η ΚΑΛΥΤΕΡΗ ὥρα γιά νά προσκυνήσεις τήν θαυματουργό εἰκόνα τῆς Παναγίας μας στήν Τῆνο μέσα στόν Δεκαπενταύγουστο εἶναι τό ἀπόγευμα. Τήν ὥρα πού πραγματοποιεῖται διαδοχικά ὁ ἑσπερινός καί ἡ παράκληση.
Στίς ἕξι τό ἀπόγευμα. «Ἐλᾶτε! Σᾶς περιμένουμε!» μοῦ εἶπε στό τηλέφωνο ὁ Ἀρχιερατικός Ἐπίτροπος πατέρας Γεώργιος Φανερός. Ἕνας πολύτεκνος ἱερεύς (ὁ μεγάλος του υἱός εἶναι κυβερνήτης σκάφους τοῦ Λιμενικοῦ Σώματος) τόν ὁποῖο γνωρίζω πλέον ἀρκετά χρόνια καί ἐκτιμῶ. Εἶναι ὁ ἄνθρωπος γύρω ἀπό τόν ὁποῖο κινοῦνται τά πάντα στήν Παναγία μας ὅταν ἀπουσιάζει ἀπό τήν Τῆνο ὁ Μητροπολίτης Σύρου Δωρόθεος. Πράγματι, λοιπόν, στίς ἕξι τό ἀπόγευμα δρασκελίσαμε τά σκαλιά τῆς Παναγίας μας καί φτάσαμε ἀμέσως σέ χρόνο ρεκόρ στήν εἴσοδό της. Ὄχι ὅτι μέ ἐνοχλεῖ ὅταν ἔχει πολύ κόσμο καί ἡ οὐρά εἶναι μεγάλη. Τό ἀντίθετο! Ὅποιος θέλει νά προσκυνήσει τήν Χάρη της χρειάζεται νά κάνει αὐτήν τήν μικρή θυσία. Νά περιμένει. Ὅπως περίμεναν καί οἱ κάτοικοι τῆς Τήνου, οἱ ὁποῖοι 200 ἀκριβῶς χρόνια πρίν ἀκούγοντας τίς φωνές τῆς μοναχῆς Πελαγίας χωρίστηκαν σέ ὁμάδες καί ἐπί πολύ καιρό ἀναζητοῦσαν τήν εἰκόνα πού εἶχε δεῖ στά ὁράματά της ἐκείνη. Καί τήν ἔψαχναν μέρα καί νύχτα μέ τά φαναράκια. Σέ ἀνάμνηση μάλιστα αὐτῶν τῶν ἡμερῶν τῆς Εὑρέσεως, κάθε χρόνο στίς 31 Ἰανουαρίου, ὅλοι οἱ μαθητές τῆς Τήνου μετέχουν σέ ἑορταστικές ἐκδηλώσεις γιά τήν εὕρεση τῆς εἰκόνας κρατῶντας φαναράκια! Ὄχι λοιπόν, δέν θά μέ ἔνοιαζε ἄν περίμενα. Ἄλλοι πιστοί κάνουν πολλά περισσότερα ἀπό τό νά περιμένουν. Ἀνεβαίνουν γονατιστοί στήν Χάρη της ἀπό τό λιμάνι μέχρι τήν εἰκόνα. Ἀκόμα καί νέα παιδιά τά ὁποῖα ζηλεύω γιά τήν θέλησή τους αὐτή. Γιά τήν ἀποφασιστικότητά τους γιά ταπείνωση.
Αὐτήν τήν φορά ὅμως βρεθήκαμε στήν εἴσοδο τοῦ ἱεροῦ ναοῦ ἀμέσως. Χωρίς τήν «βάσανο» τῆς ἀναμονῆς. Ἡ κατάνυξη πού νοιώθει κανείς ἐάν πιστεύει ἀπό τήν εἴσοδο του κιόλας στόν Ἱερό Ναό΄, εἶναι ἰδιαίτερη. Τήν ἀναγνωρίζει εὔκολα στά πρόσωπα τῶν πιστῶν πού ὅσο περνοῦσε ἡ ὥρα –ἰδιαίτερα ὅταν φτάσαμε στήν ἕβδομη ἀπογευματινή, στήν ὥρα τῆς παράκλησης, γέμισαν τόν ναό. Ὁ πατέρας Γεώργιος καί ὁ διᾶκος Γεώργιος ἀπέδιδαν λιτά, χαμηλόφωνα, μέ μοναδική σεμνότητα μαζί μέ τούς ψάλτες τά ἱερά κείμενα καί θυμιάτιζαν τίς εἰκόνες καί τό ἐκκλησίασμα. Εἶμαι σίγουρος. Ἄν ἦταν μέσα στόν ναό ἐκείνη τήν στιγμή διακόσιοι ἄνθρωποι, διακόσιες ἦταν καί οἱ χωριστές προσευχές μας ὅταν ἀνάβαμε τό κεράκι στήν Χάρη της, διακόσιες καί ὅταν προσκυνούσαμε τήν εἰκόνα της, καί τίς ἄλλες εἰκόνες (ὅπως τῆς Σωτῆρος στό τέμπλο, οἱ ὁποῖες χρονολογοῦνται ἀπό τό 1820!)
Τί δέν θά ἔδινα γιά νά μάθω αὐτές τίς διακόσιες ξεχωριστές προσευχές, πού εἶναι διακόσιες ξεχωριστές ἱστορίες, πού εἶναι διακόσιες ξεχωριστές ὁμολογίες πίστεως, στήν Ὀρθοδοξία μας. Τό ἔλεγε ἄλλως τε καί τό Εὐαγγέλιο τῆς ἡμέρας, τό ὁποῖο ἦταν ἀφιερωμένο στίς ἀδελφές Μάρθα καί Μαρία, πού ἦταν μία ἀπό τίς ἀγαπημένες οἰκογένειες τοῦ Ἰησοῦ: «Μάρθα, Μάρθα, μεριμνᾶς καί τυρβάζεις περί πολλά, ἀλλά δέ ἐστί χρεία». Αὐτό εἶχε πεῖ ὁ Ἰησοῦς στήν τότε κοσμική καί μετέπειτα Ἁγία Μάρθα. Ὅτι ἔχουμε χρείαν, ἀνάγκη, τήν πίστη.
Ἦταν ἐκπληκτικό. Τόσος πολύς κόσμος καί τόσο ἀπέραντη ἠρεμία στήν σκέψη. Νά μπορεῖς νά ἀφοσιώνεσαι καί νά ἐπικεντρώνεσαι γιά νά ἀκούσεις, γιά νά σκεφτεῖς, γιά νά κάνεις αὐτοκριτική, τί ἔκανα σωστό, τί λάθος, γιά νά προσευχηθεῖς. Οἱ ἄνθρωποι σιωποῦσαν μέ τούς λάρυγγές τους ἀλλά φώναζαν, «κατέκλυζαν» τόν χῶρο, μέ τήν σκέψη τους!
Τό εἶχα γράψει στό παρελθόν, χρόνια πρίν, ἀλλά σήμερα ὑπό τό φῶς τῶν συγκυριῶν πού ζοῦμε, ἡ ἐπικαιρότητά του εἶναι μεγαλύτερη ἀπό τότε: Ἐκκλησία σημαίνει σκέφτομαι θετικά.
Ἄν ἡ Ἐκκλησία δέν μπορεῖ νά σέ κάνει νά σκέφτεσαι θετικά, δέν μπορεῖ νά εἶναι Ἐκκλησία. Καί τήν συγκεκριμένη μέρα, μέ ἐξαίρεση μία μόνο ἄστοχη ἀποστροφή ἑνός κατά τ’ ἄλλα ἐξαιρετικοῦ κηρύγματος ἀπό τόν ἱεροκήρυκα τῆς Μητροπόλεως Σύρου, ἡ Ἐκκλησία μᾶς ἔκανε ὅλους νά σκεφτόμαστε θετικά. Μέ τήν βοήθεια τῆς Παναγίας μας βεβαίως.
Ὅταν τελείωσε ὁ ἑσπερινός καί ἡ παράκληση ἐπισκέφτηκα, ὡς συνήθως, ὅπως κάνω τά τελευταῖα τέσσερα χρόνια πού μεταβαίνω αὐτήν τήν ἐποχή στήν Τῆνο γιά τήν Παναγία μας, τό γραφεῖο τοῦ πατέρα Γεωργίου. Καί τόν ρώτησα τί κόσμος ἔρχεται νά ἐπισκεφτεῖ πλέον τήν Παναγία μας, καθώς ἡ μηντιοκρατία πολλές φορές προσπαθεῖ νά εἰρωνευτεῖ τήν Χάρη της, ὅτι τήν προσκυνοῦν μόνο μαντηλοφοροῦσες Θεοῦσες καί ζωηροί Ρόμ, λές κι αὐτοί δέν ἔχουνε ψυχή. Στό ἄκουσμα τῆς ἐρώτησης φωτίστηκε τό πρόσωπο τοῦ πατέρα Γεωργίου.
«Θά σᾶς φανεῖ περίεργο, ἀλλά μαζί μέ τούς χιλιάδες πιστούς πλέον πού σταθερά ἐπισκέπτονται τήν Παναγία μας, φέτος, περισσότερο ἀπό κάθε ἄλλη φορά, τήν ἐπισκέπτονται ἑκατοντάδες νέοι καί νέες. Κατ’ εὐθεῖαν ἀπό τήν πλάζ θά μποροῦσα νά πῶ, καθ’ ὑπερβολήν. Ὑπό τήν ἔννοια, ὅτι φοροῦν σόρτς καί ἔχουν ἀμφίεση χαλαρή. Τί θά πῶ ἐγώ σέ αὐτά τά παιδιά; Μήν ἔρθετε; Μά ἡ Παναγία μας εἶναι γιά ὅλους καί γιά ὅλες. Προχθές, ἕνα νέο παιδί ἐγκατέλειψε τούς φίλους του πού ἔκαναν διακοπές στήν κοσμική Μύκονο καί ἦρθε μέχρι τήν Τῆνο γιά νά προσκυνήσει τήν Παναγία μας. Δέν μπορῶ νά σᾶς πῶ τί ἀκριβῶς μοῦ εἶπε, ἀλλά ἦταν φοβερό. Νέα παιδιά, μοντέρνα ντυμένα, μέ τό σακκίδιο στήν πλάτη καί σπόρ ἀμφίεση, ἔρχονται νά πάρουν δύναμη ἐδῶ. Κάθε ἕνας πού ἔρχεται καί κάθε μία πού ἔρχεται, εἶναι ἕνα θαῦμα ἀπό μόνος του!»
Εἶχε πάει 8:15 μ.μ., καί ἀπορροφημένοι ἀπό τήν συζήτηση δέν καταλάβαμε πῶς πέρασε ἡ ὥρα. Θυμόμουν ὅμως ἀπό μία προηγούμενη ἐπίσκεψή μου στήν Παναγία μας, ὅτι τέτοια ὥρα γίνεται μία μικρή τελετή μέσα στόν ναό, καθώς ἡ εἰκόνα τῆς Παναγίας ἀπομακρύνεται ἀπό τό προσκυνητάρι καί ἀσφαλίζεται σέ ἄλλο μέρος ἐνῷ στήν θέση της τοποθετεῖται μία ἄλλη γιά λόγους ἀσφαλείας. Τό 2019 εἶχα παρακολουθήσει τήν τελετή μαζί μέ τόν Μητροπολίτη Κίτρου Κατερίνης καί τούς σπουδαστές-σπουδάστριες τῆς Ἀνωτάτης Ἐκκλησιαστικῆς Σχολῆς Θεσσαλονίκης πού εἶχε ἱδρύσει ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος. Ρώτησα τόν πατέρα Γεώργιο τί ὥρα θά ἐγένετο ἡ τελετή, χωρίς νά μπορῶ νά φανταστῶ τί ἔκπληξη θά μποροῦσε νά μοῦ ἐπιφυλάσσει ἡ ἀπάντηση τῆς ἐρώτησης. «Τώρα! Πᾶμε!» μοῦ ἀπάντησε, καί κατευθυνθήκαμε στόν ἄδειο πλέον ναό ἀπό τά καντήλια τοῦ ὁποίου κρέμονται τά ἀφιερώματα τῶν πιστῶν. Σταθήκαμε ἀπέναντι στήν εἰκόνα τῆς Παναγίας. Ἡ λεγόμενη «ἀκοίμητη λαμπάδα» πού ἄναψα νωρίτερα κατά προτροπή τοῦ ἱερέως φώτιζε μέ τήν δυνατή φλόγα της τό σκοτεινό σημεῖο καί ὁ πατέρας Γεώργιος ἄρχισε σιγά-σιγά νά ξεκλειδώνει τό τζάμι γιά νά πάρει στά χέρια του τήν εἰκόνα τῆς Παναγίας καί νά τήν μεταφέρει σέ ἀσφαλές μέρος. Παρατηροῦσα συγκινημένος τήν ἱεροτελεστία καί σκεφτόμουν τούς χωρικούς καί τίς χωρικές τῆς Τήνου, 200 χρόνια πρίν, πού ἔσκαψαν κατά ὁμάδες ἀνά χωριό ὅλο τό νησί γιά νά τήν βροῦν ὑπακούοντας στά ὁράματα τῆς μοναχῆς Πελαγίας. Καί, ὦ τοῦ θαύματος, μπόρεσα καί ἄγγιξα γιά ἐλάχιστα δευτερόλεπτα τήν εἰκόνα τῆς Παναγίας μας. Ὅσοι δέν πιστεύετε, δέν θά καταλάβετε. Σᾶς καταλαβαίνω καί ἐγώ. Ἀλλά τό βάρος καί ἡ συγκίνηση ἀπό μία τέτοια στιγμή δευτερολέπτου εἶναι τεράστια. «Τό ἀξίζω; Εἶμαι καλός Χριστιανός γιά νά ἀξίζω μία τέτοια μοναδική στιγμή; Μήπως τό βάρος αὐτό θά τό κουβαλῶ ὅλη τήν χρονιά μέχρι τήν ἑπόμενη χρονιά γιά νά γίνομαι καλύτερος ἄνθρωπος; Ἄν μπορῶ νά γίνομαι;»
Αὐτό σκέφτηκα ἐκείνη τήν στιγμή. Μόνον. Τεράστια εὐθύνη. Μακάρι νά εἶναι καί εὐλογία.
Ὁ πατέρας Γεώργιος τοποθέτησε προσεκτικά μέ τά χέρια του στόν χῶρο πού προορίζεται τήν εἰκόνα, τήν ἀσφάλισε, τοποθέτησε μία ἄλλη εἰκόνα τῆς Παναγίας μας στό προσκυνητάρι καί ἀναχωρήσαμε. Στό βάθος ἡ Τῆνος μας πρόβαλλε πανέμορφη. Ὁ Μιλτιάδης καί ἡ Καλλιόπη μᾶς περίμεναν στό Τutti Blue τους στήν Μέση, γιά νά πᾶμε στό «Θαλασσάκι» τῆς Ἀντωνίας καί τοῦ Ἄρη, οἱ γεύσεις τοῦ ὁποίου διαμορφώνονται ἀποκλειστικά ἀπό προϊόντα τῆς μάνας Τηνιακῆς γῆς.
Αὔριο, ἀνήμερα τῆς Παναγίας, θά βρίσκονται στό νησί ὁ Πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης καί ὑπουργός Ἐθνικῆς Ἀμύνης Νῖκος Δένδιας, σέ ἀνάμνηση καί τοῦ τορπιλλισμοῦ τῆς Ἕλλης. Εἶμαι βέβαιος ὅτι πιστεύουν-δέν πιστεύουν (ὁ Δένδιας εἶναι πάντως ἐγγονός ἱερέως ἀπό τούς Παξούς) ἡ Χάρη της εἶναι τέτοια, πού θά τούς ἀγγίξει στό τέλος. Μπορεῖ κανείς νά τήν συναντήσει αὐτήν τήν Χάρη ἄλλως τε στά ροδαλά εὐγενικά πρόσωπα τῶν μοναχῶν τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Κοιμήσεως Θεοτόκου Κεχροβουνίου ὅπου μόνασε ἡ Ἁγία Πελαγία! Δέν ὑπάρχει ἴχνος ἀρνητικῆς σκέψεως σέ αὐτά, παρά μόνο πλῆθος ἀπό ἄδολη ἀγάπη. Αὐτό ἄς εἶναι καί τό μήνυμα τῆς ἡμέρας. Ἡ ἄδολη ἀγάπη. Ἡ ὁποία σέ καιρούς δόλιους, πονηρούς καί κερδοσκοπικούς γενικῶς δέν «συμφέρει». Ναί, ἡ ἀγάπη δέν συμφέρει, γιατί δέν διαιρεῖ. Πρέπει νά πιστέψουμε ὅτι συμφέρει. Γιατί μέ τήν ἀγάπη εἴμαστε οἱ πιό πλούσιοι ἄνθρωποι τοῦ κόσμου. Ἑκατομμύρια σέ συναισθήματα ἀποτιμῶνται οἱ καταθέσεις μας. Μέ τό καλό, αὔριο.