Τόν Μίμη Πλέσσα θά τόν θυμᾶμαι μέ ἀπέραντη ἀγάπη.
Τό 1974 τόν εἴχαμε «μαέστρο» στό «Κάν-Κάν» τῆς ὁδό Πέτρου Ράλλη, ὅπου ἔφτιαξε ἕνα ὑπέροχο πρόγραμμα, μέ τόν Γιῶργο Ζαμπέτα, τόν Στρᾶτο Διονυσίου, τήν Ρένα Κουμιώτη. Ἦταν ἐξαιρετικός στήν σχέση του μέ τούς μουσικούς, ἀπαιτητικός στίς πρόβες, ἀλλά ἕτοιμος νά διδάξει, νά συζητήσει, νά ἐξηγήσει. Ἡ σχέση του μέ τούς μουσικούς ἦταν σχέση στοργῆς. Εἶχε νά κάνει μέ δύο δεξιοτέχνες τοῦ μπουζουκιοῦ, τόν Γιάννη Μωραΐτη καί τόν Θύμιο Στουραΐτη. «Κι ἐγώ αὐτοδίδακτος εἶμαι» τούς ἔλεγε ὅταν παρουσιαζόταν κάποιο πρόβλημα στήν πρόβα…
Ἀργότερα, ὡς ἐπιτελικό στέλεχος στό «Κανάλι Ἕνα», τοῦ Πειραιᾶ, τόν συναντοῦσα στό στούντιο, μέ τήν Λουκίλα Καρρέρ καί πάντα εἴχαμε κάτι νά θυμηθοῦμε. «Πόσο χαίρομαι γιά τήν πρόοδό σου» μοῦ ἔλεγε καί γνώριζα ὅτι τό ἐννοοῦσε. Ἦταν ἕνας ἄνθρωπος γεμᾶτος καλωσύνη, μειλίχιος, εὐγενής, ταπεινός. Ἄς θυμηθοῦμε τά λόγια του: «Τά παιδικά μου χρόνια τά ἔζησα σέ ἕνα ἀρχοντικό δίπλα στό Ἀρχαιολογικό Μουσεῖο. Ὅμως, στήν Κατοχή, ἡ οἰκογένειά μου καταστράφηκε.
Τό ἐργοστάσιο τοῦ πατέρα μου, τό πιλοποιεῖο, τό κατέσχεσαν οἱ Γερμανοί καί ξήλωσαν τά μηχανήματα. Μετά ἦρθαν οἱ Ἰταλοί κι ἔβαλαν μέσα τά ἄλογά τους…
Ἔπρεπε νά ζήσω τήν οἰκογένειά μου. Παράλληλα μέ τίς σπουδές μου ἔπαιζα στά καμπαρέ ἀπό τίς ἐννιά μέχρι τίς ἕξι τό πρωί. Ἡ μητέρα μου, πού τήν λάτρευα, ἔπαιζε πιάνο καί τραγουδοῦσε. Ἕξι ἐτῶν ἄρχισα νά παίζω δειλά-δειλά σ’ ἐκεῖνο τό πιάνο. Ὅταν τῆς ἀνακοίνωσα ὅτι ἤθελα νά γίνω μουσικός, γούρλωσε τά μάτια της καί μοῦ εἶπε: Ἐὐχή καί κατάρα νά μή γίνεις ποτέ μουζικάντης».
Ἔπρεπε νά γίνω ἐπιστήμονας. Ἡ μητέρα μου, πού ἔφυγε στά 39 της ἀπό ἐγκεφαλικό, ἦταν ἕνα συγκλονιστικό πλάσμα. Ἔφτιαχνε κουλούρια γιά νά γιορτάσουμε τό ἄριστα στήν Φυσική –σπούδαζα χημικός στό Πανεπιστήμιο.
Δέν σπούδασα Μουσική, καί αὐτοδίδακτος ὤν, κατάφερα νά διευθύνω τίς μεγαλύτερες ὀρχῆστρες τοῦ κόσμου καί νά παίξω μέ τούς μεγαλύτερους σολίστ.
Ὑπῆρξα ἐπιστήμονας στήν τέχνη μου καί καλλιτέχνης στήν ἐπιστήμη μου.
Γιατί ὄντας, ἀπό τό 1952, διδάκτωρ τῶν Ἐπιστημῶν ἀπό τό μεγαλύτερο Πανεπιστήμιο στήν Χημεία, εἶχα ὅλο τόν ἐπιστημονικό κόσμο νά πιστεύει καί νά ἀκούει αὐτά τά ὁποῖα ἔλεγα.
Ἀπό τήν ἄλλη, οἱ ξένοι δέν χρειάζεται νά σέ ρωτήσουν ἀπό ποῦ πῆρες τό δίπλωμα.
Ὅταν διηύθυνα μία ἀπό τίς τέσσερεις μεγαλύτερες Ὀρχῆστρες τοῦ κόσμου στήν Σοβιετία, τήν ἄλλη μέρα οἱ ἐφημερίδες ἔγραφαν ὕμνους γιά τόν τρόπο μέ τόν ὁποῖο χειριζόμουν τά θέματα. Τό νά μπορῶ νά σηκώνω τά χέρια καί νά διευθύνω εἶναι γιατί μέσα στό d.n.a μου ὑπάρχει προφανῶς ἡ εὐχέρεια νά θεωρῶ τήν μουσική, γλῶσσα μου. Ἐργάζομαι διαρκῶς, δέν ἀφήνομαι. Δέν εἶναι τό πιάνο πού μέ κρατάει ἀλλά τό μυαλό. Καθημερινά διασκευάζω τά παλιά μοῦ κομμάτια σέ τζάζ καί γράφω καινούργια. Τήν μέρα πού θά πάψω νά παράγω, θά πεθάνω»…
Τό ὄνομα «Πλέσσας» τό ἄκουσα ἀρχές τοῦ ’60, ἀπό τήν πιανίστρια ἀδελφή μου. Μιλοῦσε γιά κάποιο «τζάζ-κλάμπ» στήν Ἁγία Παρασκευή, ὅπου ἔπαιζε «Ὁ Πλέσσας μέ τούς συνεργάτες του». Καί τί συνεργάτες! Τίτος Καλλίρης, Ἀνδρέας Ροδουσάκης, Νῖκος Λαβρᾶνος. Καλοτάξιδος, μαέστρο. Εὐχαριστίες ἔχουμε μόνο καί εὐγνωμοσύνη…