Παραθέτω τίς σκέψεις τοῦ καλοῦ καί λογίου συναδέλφου…
… ζωγράφου καί διακεκριμένου σκιτσογράφου, συγγραφέως καί πρώην ἀξιωματικοῦ τοῦ Πολεμικοῦ Ναυτικοῦ (ἀπόφοιτος τῆς Σχολῆς Δοκίμων) Γήση Παπαγεωργίου, γύρω ἀπό τήν πολύκροτη ὑπόθεση πού ἀπασχολεῖ τήν Κοινή Γνώμη. Σκέψεις ἁπλές, καθαρές, καθημερινές.
«Μελετώντας τίς ἀρχαῖες τραγωδίες παρατηροῦμε ὅτι ὅλες μά ὅλες ἀποτελοῦνται ἀπό τέσσερα διακριτά μέρη-ἑνότητες πού ὅμως κατά κάποιο τρόπο ἀλληλοκαλύπτονται.
Τό πρῶτο μέρος εἶναι ἡ Ἄτη, ἡ τύφλωση τοῦ νοῦ τοῦ ἀνθρώπου πού ὁδηγεῖ σέ μοιραῖα λάθη.
Στήν ἀρχαία τραγωδία τήν πνευματική τύφλωση προκαλοῦν οἱ Θεοί στόν ἥρωα τοῦ ἔπους ὥστε νά ὁδηγηθεῖ μόνος του στήν καταστροφή.
Τό δεύτερο μέρος εἶναι ἡ Ὕβρις, ἡ ἀλαζονική καί ἀσεβής συμπεριφορά τοῦ ἀνθρώπου ἀπέναντι στούς Θεούς, στό ξεπέρασμα τοῦ ἀνθρώπινου μέτρου πού ἀναπόφευκτα ὁδηγεῖ στήν ἀναμέτρηση μέ τό θεῖο, στήν ἀσέβεια καί στήν ἀνυπακοή πρός τίς ἐντολές τῶν Θεῶν, δηλαδή ὑπέρβαση τοῦ ἠθικοῦ καί θεϊκοῦ νόμου.
Τό τρίτο μέρος εἶναι ἡ Νέμεσις πού εἶναι ἡ ὀργή τοῦ θείου. Ἦταν ἡ θεότητα –μαζί μέ τή Θέμιδα, τήν Εἱμαρμένη– ἡ προσωποποίηση τῆς ἄνωθεν δικαιοσύνης, τῆς τιμωρίας πού ἀποκαθιστοῦσε τήν τάξη –τῆς φύσης, τῆς ἀνθρώπινης κοινωνίας, τοῦ κόσμου ὅλου– ὅταν αὐτή διασαλευόταν· τιμωρώντας τήν ὑπεροψία καί τήν ἀλαζονεία τῶν ἀνθρώπων.
Καί τό τέταρτο καί τελευταῖο μέρος ἡ Τίσις, πού εἶναι ἡ ἐκδίκηση τοῦ θείου μέ τή συμφορά πού στέλνει στόν ἄνθρωπο ὡς τιμωρία γιά τήν ὑβριστική συμπεριφορά του.
Τό ἀξιοπερίεργο ὅτι στήν λογοτεχνία ὅλα μά ὅλα τά μυθιστορήματα γράφονται καί θά συνεχίσουν νά γράφονται σύμφωνα μέ τήν παραπάνω δομή!
Μέ ὅλα ὅσα ἔχουμε διαβάσει εἶναι ἡλίου φαεινότερον ὅτι ὁ (φερόμενος ὡς) θύτης τῶν αἰσχρῶν πράξεων κατά τῶν ἀνηλίκων ἀγοριῶν ξεπέρασε ὅλους τούς ἠθικούς κανόνες πεπεισμένος ὅτι λόγῳ τῆς κοινωνικῆς του θέσης σάν καταξιωμένος ἠθοποιός καί σκηνοθέτης ἦταν ὑπέρ ἄνω τῶν κανόνων δικαίου καί ἔτσι ἐξακολούθησε κατά συρροή νά προβαίνει στίς ἀποτρόπαιες πρακτικές του.
Μάλιστα εἶχε μετακομίσει στό Μεταξουργεῖο γιά νά βρίσκει εὔκολα τήν «πρώτη ὕλη» γιά νά κατασιγάζει τό πάθος του.
Ἀλλά δέν τοῦ ἀρκοῦσε ἡ νεαρή σάρκα, ἤθελε νά προκαλεῖ πόνο, πολύ πόνο, μιά καί ὁ διαμηρισμός τοῦ Ὑάκινθου (ὅπως ἀπεικονίζεται σέ κύλικα) πού ἐφάρμοζαν στήν ἀρχαιότητα οἱ ὅμοιοί του προφανῶς ἦταν ξεπερασμένος.
Ἀλλά καί τά νεαρά ἀγόρια ἡλικίας 14-15 ἐτῶν, πῶς ἀλήθεια πήγαιναν στά δόντια τοῦ δράκου ἀνυποψίαστα σάν τούς νέους καί τίς νέες πού ἔστελνε ἡ Ἀθήνα στόν Μινώταυρο;
Στήν ἡλικία τῆς ἐφηβείας πού δέν ἔχει χαραχτεῖ ὁ σεξουαλικός προσανατολισμός, ποῦ ὑπῆρχαν γονεῖς νά τά ὁρμηνεύσουν, νά μιλήσουν ἁπλοϊκά γιά τούς κινδύνους πού ὑπάρχουν στίς πλατεῖες ἀπό τύπους μέ τίς σοκολάτες τοῦ δίφραγκου στή τσέπη;
Γιατί ὅσο καί ἀνεκτική ἔχει γίνει ἡ κοινωνία μας σέ σχέση μέ τίς σεξουαλικές προτιμήσεις (παρεκτροπές εἶναι ὁ σωστός ὅρος) ἕνα 14χρονο ἀγόρι εὔκολα μετατρέπεται σέ Ἀλοΐζιο, τόν Ἔρωτα μέ τά μαῦρα φτερά στούς ὤμους πού ὅμως δέν βγαίνει νικητής ἀλλά γίνεται καταπεπτωκός ἄγγελος, ἄθυρμα τῶν αἰσχρῶν παθῶν τοῦ ἑκάστοτε θύτη.»