Ἕνα ὑπέροχο λεύκωμα, ἀφιερωμένο στό «Γνήσιον Μεταξᾶ», μέ περίμενε στό γραφεῖο μου
Ἀποστολεύς ὁ Ἠλίας Α. Μεταξᾶς, μέ μία τιμητική (καί μέ ἀναφορά στόν ἀγαπημένο μας Πειραιᾶ) ἀφιέρωση. Τό λεύκωμα, πού ἐπιμελήθηκε ἡ Ἐλπίδα Κ. Βόγλη, μέ τήν συνεργασία τοῦ Ἑλληνικοῦ Λογοτεχνικοῦ καί Ἱστορικοῦ Ἀρχείου, ἀποτύπωσε ὁ ἐκδοτικός οἶκος Λιβάνη.
Πρόκειται γιά μία ἐξαιρετικά προσεγμένη ἀναδρομή στήν ἀνάπτυξη μιᾶς οἰκογενειακῆς ἐπιχειρήσεως, πού ἔστειλε τό «Γνήσιον Μεταξᾶ» στά πέρατα τοῦ κόσμου. Τό, πράγματι, τεράστιο ἀρχειακό ὑλικό τῆς οἰκογενείας Μεταξᾶ ξετυλίγεται στίς σελίδες τοῦ ἔργου καί, σάν μία καλογυρισμένη μαυρόασπρη ταινία, μᾶς ταξιδεύει…
Ἄχ, κύριε Μεταξᾶ μου, νά ξέρατε, νά μπορούσατε νά φανταστεῖτε τήν χαρά πού ἔβλεπα στά μάτια τοῦ φίλου μου ψαρᾶ Κάλε, στό μικρό χωριό-λιμάνι Χάσβικ, στό νησί τῆς Σερέγια, πλάι στόν Βόρειο Πόλο τά καλοκαίρια πού περνοῦσα ἐκεῖ, μέ τό ψαροκάικό του, τό «Χόλμσνες» ὅταν κατέβαινα ἀπό τόν μικρό «σκαραβαῖο» καί πλησίαζα…
Ἔλαμπαν τά μάτια του, τό χαμόγελό του πλατύ. Ναί, χαιρόταν πού ἔβλεπε τόν φίλο του, ἀλλά γνώριζε καλά ὅτι στίς ἀποσκευές μου εἶχα, ὅπως καί πέρυσι, τά δύο μπουκάλια «Μετάξα», τό μπράντι τῶν «πέντε ἀστέρων», πού ὁ Κάλε τόν ἀποκαλοῦσε «Τό κρασί τοῦ Ποσειδῶνα»! Ναί, ὅποτε ἐπισκεπτόμουν φίλους στήν Νορβηγία, ἐκεῖ πού τόν χειμῶνα δέν ἔχει φῶς καί τό καλοκαίρι δέν νυχτώνει, φρόντιζα νά ἔχω μαζί μου τό δῶρο πού μέ καθιστοῦσε ἀμέσως τό κέντρο τοῦ κόσμου! Ἦταν τό ἀπόλυτο ἑλληνικό προϊόν, τό «κονιάκ», πού τό θυμᾶμαι ἀπό τά παιδικά μου χρόνια. Ἐκείνη τήν μακρόστενη φιάλη, πού τήν ἄνοιγε ὁ πατέρας μέ κατάνυξη, ἄδειαζε λίγο ἀπό τό περιεχόμενο σέ ἐκεῖνο τό μεγάλο, παράξενο ποτῆρι, πού ὅμοιό του δέν ὑπῆρχε δεύτερο στό ντουλάπι, ἄναβε ἕνα τσιγάρο «Σαντέ» καί καθόταν δίπλα στό «ράδιο-πικάπ» γιά νά ἀπολαύσει τίς ἀγαπημένες του μελωδίες… Μεγαλώνοντας, δοκίμασα κι ἐγώ «τό κρασί τοῦ Ποσειδῶνα». Κι ὅταν ἔμαθα κι ἐγώ νά καπνίζω (συνήθεια πού ἔκοψα ἀπό καιρό), θεώρησα ἀπαραίτητο νά ὀργανώσω τήν ἀπόλαυσή μου… Τά «ποτήρια τοῦ κονιάκ», ποῦρα καί καπνό, πού μᾶς ἔφερνε τότε στίς ἐφημερίδες ὁ περίφημος Ξηντάρας, τά τσιμπούκια πού ἀγόραζα ἀπό τόν Ράνιο, στήν Βασιλέως Γεωργίου καί, φυσικά, τό «Μετάξα μπράντι», ὅπως τό ἀποκαλοῦσε μέ σεβασμό ὁ ἀλησμόνητος φίλος, διάσημος Νορβηγός συγγραφέας καί δημοσιογράφος Ράγκναρ Στένε, πότης βγαλμένος ἀπό τά βιβλία τοῦ Ἴμπσεν…
Κι ἀργότερα, ὅταν μποροῦσα καί ἀγόραζα ἤ μοῦ ἔφερναν φίλοι ναυτικοί ποῦρα ἀπό τήν Κούβα, ἀπολάμβανα τό «Μετάξα» στολισμένο μέ δαχτυλίδια καπνοῦ, μπροστά στήν τηλεόραση, στῆς ὁποίας τήν ὀθόνη ὀργίαζαν πότε ὁ Γιόχαν Κρόιφ καί πότε ὁ Μιχαλακόπουλος μέ τόν Διαμαντόπουλο στό «Ἐκεῖνος κι ἐκεῖνος» τοῦ ἄλλου ὑπέροχου καί ἀλησμόνητου φίλου Κώστα Μουρσελᾶ… Πόσο γλυκά μέ ταξίδεψε τό λεύκωμα «Τό γνήσιον Μεταξᾶ». Πόσα μοῦ θύμισε καί πόσο ζεστά μέ συντρόφεψε, ὅπως ἐκεῖνες τίς λευκές νύχτες στό Χάμερφεστ, ὅπου, μέ τούς φίλους, στή «Λέσχη τῆς Πολικῆς Ἄρκτου», ἔνιωθα σάν τόν Ποσειδῶνα, πού ἀντί γιά τρίαινα, κράδαινε ἐκείνη τήν μακρόστενη φιάλη…