Εἶναι νωρίς τό πρωί στόν σχεδόν πεζόδρομο τῆς 25ης Αὐγούστου, στό Ἡράκλειο.
Σχεδόν πεζόδρομος, δηλαδή, ἐπειδή, ὅπως καί στήν Ἀθήνα καί τόν Πειραιᾶ, κυκλοφοροῦν μηχανάκια, βέσπες, «γουροῦνες» καί ἄλλα δίκυκλα θηλαστικά (βενζίνης)… Ἔχω κάποια χρόνια νά περπατήσω τόν δρόμο. Διακρίνω, περπατῶ κατ’ εὐθεῖαν πρός τόν «Κιρκόρ», τό ἱερατεῖο τῆς μπουγάτσας (μέ μυζήθρα ἤ μέ κρέμα, ἀλλά πάντα μέ κανέλλα καί ζάχαρη ἄχνη στήν ἐπιφάνεια) καί τοῦ καφέ.
Τόν «Κιρκόρ» τόν γνώρισα ἀπό τήν δεκαετία τοῦ ’60 καί δέν τόν ἀλλάζω. Ὅποτε βρεθῶ στό Ἡράκλειο, θά ἀπολαύσω τήν μπουγάτσα καί τόν καφέ του. Περνῶ ἀπό τά ἐπιβλητικά βενετσιάνικα μνημεῖα, ἀπορῶ γιά τό πῶς σέ ἕνα ἀπό αὐτά στεγάζονταν μέχρι προσφάτως ὑπηρεσίες τοῦ Δήμου καί προσκυνῶ τήν Βασιλική τοῦ Ἁγίου Μάρκου, ἀναπολῶντας τίς ὄμορφες στιγμές μέ τήν ἀξέχαστη φίλη, καθηγήτρια Στέλλα Παπαδάκη, τόν σύζυγό της Ἄρνε Ὄκλαντ, τόν Μᾶνο Χατζιδάκι καί ὅλη τήν συντροφιά ἀπό τίς μουσικές ἐκδηλώσεις πού προσπάθησε νά καθιερώσει ὁ μέγας δημιουργός στό Ἡράκλειο.Περνῶ ἀπό τά ἐπιβλητικά κτήρια τῶν Τραπεζῶν, στέκομαι γιά λίγο ἔξω ἀπό τό κτήριο τῶν «Μινωικῶν Γραμμῶν», ὅπου συναντοῦσα συχνά τόν ὁραματιστή καί ἀδικοχαμένο Παντελῆ Σφηνιᾶ, καί καταλήγω στήν πλατεῖα μέ τά «Λιοντάρια», παλιό καί ἀγαπημένο στέκι.
Εἶναι μόλις ὀκτώ τό πρωί καί μέ τό ζόρι βρίσκω τραπέζι στόν «Κιρκόρ». Ἀπολαμβάνω τήν μπουγάτσα μέ τήν κρέμα καί τόν διπλό ἑλληνικό καφέ. Ὁ σερβιτόρος μοῦ ἔχει ἐξασφαλίσει θέση μπροστά στόν πίδακα καί περιμένω τήν συντροφιά, τῆς ὁποίας ἡγεῖται ἡ ἐγγονή μου! Ἔχουν πολλά γραφεῖ γιά τήν ἄναρχη δόμηση, γιά τήν ἀνύπαρκτη οἰκιστική ὀργάνωση τῆς πόλεως τοῦ Ἡρακλείου, γιά τήν ὁποία, νομίζω, ἡ σημερινή δημοτική ἀρχή δέν ἔχει εὐθύνη. Ἴσως, ὅμως, ἔχει δυνατότητες παρεμβάσεως.
Δηλαδή, μεταξύ μας, τό νά εὐπρεπισθεῖ ὁ ἐν λόγῳ πεζόδρομος, τό νά «νοικοκυρευτεῖ» ὁ χῶρος γύρω ἀπό τήν πλατεῖα, τό νά ἀποφεύγονται οἱ «διαφημιστικές ἀκρότητες» τῶν καταστημάτων (ἴσως ἡ κατάργηση ὅλων τῶν πινακίδων καί ἡ ἐπιβολή ἄλλων, συγκεκριμένης μορφῆς, μεγέθους καί χρώματος, εἶναι μιά καλή ἀρχή), δέν θά εἶναι καί τόσο ὀδυνηρό γιά τούς ἐπιχειρηματίες. Θά ἐξασφαλίσει, ὅμως, σέ μιά σχεδόν κακόσχημη πόλη (ἀπό τά πολεοδομικά ἐγκλήματα τοῦ παρελθόντος) ἕναν πεζόδρομο-στολίδι, πού θά ἐπιτρέψει στό Ἡράκλειο νά «ἀνασάνει», καθώς ἀσφυκτιᾶ ἐδῶ καί δεκαετίες!
Σιγά-σιγά, ἡ πλατεῖα γεμίζει κόσμο. Κάτι οἱ ἐργαζόμενοι, πού θά πάρουν τό καφεδάκι στά «Λιοντάρια» πρίν βυθισθοῦν στίς καρέκλες τῶν γραφείων τους, κάτι οἱ πολυάριθμοι τουρίστες, πού ἔχουν μόλις ἀποβιβασθεῖ ἀπό δύο μεγάλα κρουαζιερόπλοια, ἡ πλατεῖα βουίζει σάν πολυάσχολο μελίσσι. Μέ πλησιάζει μιά κυρία, ἀπό τήν διπλανή παρέα τεσσάρων γυναικῶν, συνεπιβατίδων μας στό κρουαζιερόπλοιο καί μᾶς ἐρωτᾶ στά ἀγγλικά «τί ὥρα πρέπει νά εἴμαστε πίσω στό πλοῖο». Τῆς φαίνεται λίγος –καί εἶναι– ὁ χρόνος.
«Τόσο λίγο διαρκεῖ ἡ ἐπίσκεψη στό Ἡράκλειο;» ἀπορεῖ. «Ἴσα-ἴσα νά πᾶνε οἱ ἄλλοι στήν Κνωσσό» τῆς ἀπαντῶ καί ἐρωτῶ γιατί ἐκεῖνες δέν ἔκαναν τήν ἐκδρομή. Μέ κοιτάζει καί σκάει στά γέλια. «Τί λέτε, my dear! Kί ἄν μᾶς κρατήσουν γιά… ἐκθέματα;» λέει καί μοῦ ἐπιτρέπει νά κεράσω τούς καφέδες ὡς …ἀρχαιότερος!