Θά σᾶς γράψω σήμερα μία προσωπική ἐμπειρία. Πῆγα νά παραλάβω φίλο μου ἀπό τόν Σταθμό Λαρίσης.
Πάμπτωχη ἡ Ἑλλάδα σέ σιδηροδρομικό δίκτυο, εὐτυχῶς πού ἐσχάτως ἔχουμε κάποια ταχύτερα τραῖνα καί ἡ διαδρομή Ἀθηνῶν – Θεσσαλονίκης ἔχει γίνει πιό σύντομη. Χωρίς ἀμφιβολία, ὁ σταθμός τῶν ΗΣΑΠ στόν Πειραιᾶ εἶναι ἀπείρως ὡραιότερος, ὅπως καί ἐκεῖνος τῆς Θεσσαλονίκης, φυσικά. Κάποια στιγμή, θά πρέπει καί ἡ «Ἀθήνα διαμαντόπετρα» νά ἀποκτήσει ἕναν σταθμό τῆς προκοπῆς…
Ἔρχεται ὁ φίλος, πηγαίνουμε στήν πιάτσα τῶν ταξί καί μᾶς πλησιάζει ἕνας ὁδηγός. Τοῦ λέμε τήν κατεύθυνσή μας καί καθόμαστε πίσω. Λίγο πρίν ξεκινήσει τό ὄχημα, ἀνοίγει ἡ πόρτα τοῦ συνοδηγοῦ καί μπαίνει μία κυρία. Μιλᾶ ἀγγλικά καί δίνει στόν ὁδηγό μία κάρτα μέ μία διεύθυνση. «Ἡ κυρία πηγαίνει ἐδῶ παρακάτω. Νά τήν πάρουμε;» ἐρωτᾶ. Τί νά πεῖς τώρα; Ἡ κυρία βάζει δύο βαλίτσες στό πόρτ-μπαγκάζ καί ὁ ὁδηγός κινεῖ τό κίτρινο ὄχημα γιά τό «ἐδῶ παρακάτω». Καί ἀντί νά βρεθοῦμε στό «ποτάμι», μέ κατεύθυνση τόν Πειραιᾶ, πηγαίνουμε πρός τοῦ Ψυρρῆ! «Ἔ, δέν εἶναι καί παρακάτω» τοῦ λέω. «Τί νά κάνω, μεροκάματο, σχολάω» ἀπαντᾶ ὁ ὁδηγός, πού προσπαθεῖ νά συνεννοηθεῖ μέ τήν κυρία σέ σπασμένα ἀγγλικά. Εἶναι Ἑλληνοαμερικανίδα καί θά μείνει μία ἑβδομάδα. Ὁ ὁδηγός τῆς δίνει τήν κάρτα του. «Ἄφτερ γιού γκόου, γιού κόλλ μή ἔντ ἄι ταίηκ γιου τού δή αἴρπορτ» τῆς λέει. Ἡ κυρία, μέ καταγωγή ἀπό τήν Καλαμάτα, ὅπως λέει ὅταν ὁ ὁδηγός τήν ρωτᾶ «γουέρ φρόμ γκρής;», εἶναι ἕτοιμη νά κατέβει.
Ὁ ὁδηγός τῆς λέει τό ἀντίτιμο καί ἐκείνη ψάχνει τήν τσάντα της. Καί ἀνακαλύπτει ὅτι τῆς ἔχουν ἁρπάξει –στόν σταθμό, προφανῶς– τό πορτοφόλι! Τοῦ δίνει ἕνα δεκάρικο πού ἔχει στήν τσέπη, ἐνῷ παράλληλα τηλεφωνεῖ σέ κάποιον γνωστό της. «Θά τρελαθῶ! Μοῦ ἔκλεψαν τό πορτοφόλι, ἔχω μέσα χρήματα, τίς κάρτες μου, τό διαβατήριό μου!» λέει καί δείχνει ἀπελπισμένη. «Φάϊβ γιοῦρο μόρ» τῆς λέει ὁ ὁδηγός. «Μά, τί λές τώρα; Σοῦ λέει ὅτι ἔκλεψαν τήν τσάντα της κι ἐσύ τῆς ζητᾶς χρήματα; Ἄσε τήν γυναῖκα νά πάει στό καλό!» τοῦ λέω. «Καί θά πληρώσω ἐγώ, πού τῆς βουτήξανε τήν τσάντα;» ἀπαντᾶ ὁ ὁδηγός. «Ἔτσι κι ἀλλιῶς, διπλῆ κούρσα πῆρες, ἐμᾶς ταλαιπωρεῖς, παραπάνω χρήματα θά βγάλεις, ἄσε τήν γυναῖκα καί πᾶμε νά φύγουμε» τοῦ λέω. Ἡ κυρία παίρνει τίς βαλίτσες καί μπαίνει στό ξενοδοχεῖο κλαίγοντας.
Καθώς πλησιάζουμε στόν Κηφισσό, χτυπᾶ τό τηλέφωνο. Τό ταξί ἔχει ἐκεῖνο τό μηχάνημα, πού ὁ ὁδηγός ἀκούει καί μιλᾶ σέ ἀνοιχτή ἀκρόαση. «Ξενοδοχεῖο “τάδε” ἐδῶ. Πήρατε ἀπό τόν σταθμό μία κυρία πού ἔχασε τό πορτοφόλι της;» ρωτᾶ μία γυναικεία φωνή. «Μάλιστα» ἀπαντᾶ ὁ ὁδηγός. «Ἐσεῖς τῆς τό πήρατε;» ρωτᾶ ἡ φωνή, προφανῶς τῆς ρεσεψιονίστ! «Τί λέτε, κυρία μου; Θά τῆς ἔπαιρνα τό πορτοφόλι καί θά τῆς ἔδινα τό τηλέφωνό μου;» ἀπαντᾶ ἐκεῖνος. «Ἔχει ξεχάσει καί μία τσάντα μαύρη στό πόρτ-μπαγκάζ» λέει ἡ ρεσεψιονίστ. «Θά ἀφήσω τούς ἐπιβάτες καί τήν φέρνω ἀμέσως» ἀπαντᾶ ὁ ὁδηγός.
Δέν ξέρω τί ἀπέγινε, ἐμεῖς κατεβήκαμε στόν προορισμό μας. Τόν πλήρωσα καί τοῦ εἶπα: «Τό τηλέφωνό σου τό δίνεις πολύ εὔκολα. Καλά ξεμπερδέματα!»…