«Καλά, εἴχατε καί τότε μανία μέ τήν ταχύτητα καί τήν “Φόρμουλα ἕνα;”» μέ ρώτησε, ἀπορῶν, ὁ ἀνεψιός μου, ὁ ὁποῖος θαυμάζει τό ἐν λόγω σπόρ, δέν χάνει «γκράν-πρί», καί τοῦ ἔκανε ἐντύπωση ἡ στενοχώρια μου γιά τήν ἀπώλεια τοῦ Νίκι Λάουντα.
Κάθισα, λοιπόν, νά τοῦ ἐξηγήσω ὅτι μᾶς γοήτευε καί τότε ἡ ταχύτητα. Τρελαινόμασταν γιά ἕνα κυριακάτικο πρωινό στό Τατόι, γιά νά ἀπολαύσουμε ἕνα «σιρκουί» μέ ἐλαφρῶς «πειραγμένα» αὐτοκίνητα. Στηνόμασταν μεσάνυχτα ἔξω ἀπό τό Ἡρώδειο γιά νά δοῦμε τήν ἐκκίνηση τοῦ «Ραλύ Ἀκρόπολις», μέ ξένους ὁδηγούς-«φίρμες», ἀπό τούς ὁποίους τρέχαμε νά πάρουμε ἕνα αὐτόγραφο ἤ –πρᾶγμα σχεδόν ἀδύνατο– νά βγοῦμε μαζί τους μιά φωτογραφία.
Μᾶς συνήρπαζε ἡ ταχύτητα καί τά «ραλύ» (γιά «γκράν-πρί» δέν γίνεται λόγος, μόνο στά «ἐπίκαιρα» τοῦ σινεμά τά βλέπαμε καί ἀργότερα στήν τηλεόραση) διότι, πολύ ἁπλά, οὐδείς ἀπό τήν συντροφιά μας εἶχε αὐτοκίνητο. Κάποιοι εἶχαν «δίπλωμα», ἀλλά αὐτοκίνητο δέν εἶχαν, καί οὔτε ἔβλεπαν πιθανότητα νά ἀποκτήσουν πρίν ἀποκατασταθοῦν ἐπαγγελματικά.
Καί ἡ παρέα πανηγύρισε ὅταν ὁ πατέρας μου ἀποφάσισε νά μᾶς «δανείζει» καμμιά φορᾶ τό αὐτοκίνητό του, ἕνα «Simca étoile», χρώματος «ζαχαρί», μέ τό λεβιέ «στό χέρι» καί μέ ὅριο στό κοντέρ τά 160 χιλιόμετρα! Τό αὐτοκίνητο τό ὁδηγοῦσε ὁ Γρηγόρης, πού εἶχε δίπλωμα (εἶχε κλείσει τά 21) καί ἔτσι τρέχαμε πότε στό Τατόι, πότε στίς «εἰδικές» τοῦ «Ἀκρόπολις», πότε στήν «Ἀνάβαση Ριτσώνας» καί πότε σέ κάποια κοντινά περιφερειακά «Ραλύ».
Θεωρούσαμε, λοιπόν, μεγάλες προσωπικότητες, ἀπλησίαστες, τόν Τζίμι Κλάρκ, τόν Τζάκι Στιούαρτ, τόν μεγάλο Μπίλι Φάτζιο, τόν Στέρλινγκ Μός, τόν Γκραίηαμ Χίλ καί, ὅταν εἴχαμε πιά ὡριμάσει, τόν Ἄιρτον Σένα, τόν Νέλσον Πικέ καί –ἀργότερα– τόν Νίκι Λάουντα. Φυσικά, ἐκεῖνοι δέν εἶχαν τήν δημοσιότητα πού γνώρισαν οἱ νεότεροι, ὁ Πρόστ, ὁ Βιλνέβ καί ὁ μέγας ἄτυχος Σουμάχερ, ἀλλά καί οἱ σημερινοί, μέ κορυφαῖο τόν Λιούις Χάμιλτον. Ἐπιτρέψτε μου, ὅμως, νά πιστεύω ὅτι τότε ὁ ὁδηγός ἔπαιζε σπουδαιότερο ρόλο στόν ἀγῶνα ἀπό ὅ,τι σήμερα…
Τρέχαμε, λοιπόν, στό Τατόι γιά νά δοῦμε τόν Μοσχοῦ, τόν «Μαῦρο», τόν «Ἰαβέρη», τόν «Σιρόκο», τόν «Στρατισίνο», τόν «παπποῦ» Τζώννυ Πεσμαζόγλου, τόν Λεωνίδα Κύρκο (τόν ὁδηγό), τόν Σαλιάρη ἀλλά καί τόν Σταμάτη Κόκοτα, πού ἐκτός ἀπό βάρδος, «τήν εἶχε δεῖ» καί «ραλίστας» καί ἐφοπλιστής. Εὐτυχῶς, παρέμεινε βάρδος! Στά 25 μας, ὅταν εἴχαμε ἀποκτήσει δικό μας αὐτοκίνητο, μιά BMW 1602, εἴχαμε ὡριμάσει πιά γιά νά τρέχουμε στό Τατόι, ἀλλά εἴχαμε καί τήν δυνατότητα νά παρακολουθοῦμε ἀπό τήν τηλεόραση (ἐλάχιστες ἐκπομπές, εἶναι ἀλήθεια) ὅσα συνέβαιναν στούς ἀγῶνες ταχύτητος.
Ὁ Νίκι Λάουντα, λοιπόν, λόγω τοῦ στύλ του ἀλλά καί λόγω τῆς ἐπιστροφῆς του στίς πίστες ἔπειτα ἀπό τό φοβερό ἀτύχημα στήν πίστα τοῦ Νίρμπουργκρινγκ τό 1976 (ἡ Ferrari του χτύπησε στά κιγκλιδώματα, τυλίχτηκε στίς φλόγες καί ὁ Νίκι γλύτωσε «ἀπό τοῦ Χάρου τά δόντια», ἔγινε γιά ἐμᾶς, τούς –τότε– νέους θαυμαστές τῆς «Φόρμουλα ἕνα» κάτι σάν πρόσωπο μυθικό. Καί γι’ αὐτό εἶναι σάν νά χάσαμε ἕναν «δικό μας ἄνθρωπο»…