Ὅταν ἀναλογίζομαι τά καλά τῆς δημοσιογραφίας…
… μέσα σέ αὐτά ξεχωριστή θέση κατέχει ἡ εὐκαιρία πού μοῦ δόθηκε νά γνωρίσω ἐνδιαφέροντες ἀνθρώπους.
Ὁ Ἀντώνης Καλογιάννης δέν ἦταν «ἕνας τσαγγάρης πού τραγουδοῦσε καί τόνε βρῆκε ὁ Θεοδωράκης» ὅπως ἔχει κατά κόρον γραφεῖ. Ὁ Ἀντώνης Καλογιάννης, τόν ὁποῖο γνωρίσαμε ἀπό τά τραγούδια τοῦ Μίκη καί ἀργότερα τόν ἀκούσαμε μέ ἰδιαίτερη εὐχαρίστηση νά ἑρμηνεύει στά ἑλληνικά τά μελαγχολικά τραγούδια τοῦ Ζώρζ Μουστακί, ἦταν ἕνας ἰδιαίτερα ἐνδιαφέρων ἄνθρωπος. Μελετηρός καί συνεπής, θυμοσοφῶν καί ἀνακαλύπτων συνεχῶς, κατόρθωσε νά ἐπιβληθεῖ σέ ἕναν δύσκολο χῶρο, μέ τήν συνέπεια καί τήν δυναμική ταπεινότητά του.
Ἔφυγε ἀπό τήν ζωή, ἀφοῦ εἶχε χτυπηθεῖ σκληρά ἀπό τήν μοῖρα, καθώς ἔχασε τόν γυιό του σέ νέα ἡλικία καί δέν κατόρθωσε ἔκτοτε νά συνέλθει.
Θά τόν θυμηθοῦμε σήμερα μέσα ἀπό κάποια λόγια ἀπό μιά συνέντευξη πού εἶχε δώσει στήν φίλτατη Γιῶτα Συκκᾶ.
«Ἤμουν τσαγκάρης. Σ’ ἕνα ὑπόγειο μαγαζί ἔφτιαχνα παπούτσια καί τραγουδοῦσα. Μέ βρῆκε ὁ Θεοδωράκης. Μέσα σέ μία ἑβδομάδα τραγούδησα στή Μόσχα, στήν αἴθουσα Τσαϊκόφσκι, τούς “Μοιραίους” τοῦ Βάρναλη. Ἦταν τέλος τοῦ 1966.
Ἀκολούθησαν 30 συναυλίες σέ ὅλες τίς πόλεις τῆς Σοβιετικῆς Ἕνωσης. Τόν Μάη τοῦ ’67 πῆγα στό Παρίσι. Ἔτσι ἄρχισαν οἱ συναυλίες σέ πέντε ἠπείρους. Μέ τήν Μαρία Φαραντούρη ζήσαμε ἔντονες στιγμές. Ἑκατοντάδες ἐμφανίσεις στό ἐξωτερικό. Περνᾶνε διάφορα ἀπό τό μυαλό: μνῆμες, νοσταλγία, μιά ἐπιθυμία. Θά ἤθελα νά μοῦ ξανασυμβοῦν ὅλα αὐτά. Δέν πρόσβαλλα τά αὐτιά τῶν ἄλλων. Δέν πρόδωσα κανέναν. Δέν ζήτησα ποτέ ἀπό τόν ἑκάστοτε συνθέτη τῆς μόδας, ὑλικό ἀνάλογα μέ τό πνεῦμα τῆς ἐποχῆς. Ποτέ δέν εἶπα: “Sos παιδιά, θά τραγουδήσω στά μεγάλα μαγαζιά, γράψτε μου κάτι νά ἔχει μεγάλη ἀπόδοση.” Εἶμαι περήφανος γιατί δέν συμβιβάστηκα, γιατί δέν ἀπαρνήθηκα αὐτό πού εἶμαι. Πορεύτηκα στή νύχτα τραγουδώντας Σικελιανό, Ἐλευθερίου, Χριστοδούλου. Τραγούδια ὡραῖα μέ λόγο σοβαρό. Μοῦ ἄρεσε ἡ ποίηση –ἀκόμη διαβάζω– δέν μποροῦσα λοιπόν νά τραγουδήσω κάτι φτηνό.
Ὁ ποιητής Δημήτρης Χριστοδούλου ἔφτιαξε τόν χαρακτῆρα μου. Σέ αὐτόν ὀφείλω τή γνωριμία μου μέ τήν ποίηση, μέ τή λογοτεχνία. Δέν εἶχα σχέση μέ τή μάθηση καί εἶμαι εὐχαριστημένος πού προσπάθησα νά μή μείνω ἀδαής.
Ἄνοιξα κάποια βιβλία, γνώρισα ἀνθρώπους ξεχωριστούς. Σαράντα χρόνια γεμᾶτα. Ἡ γενιά μου εἶχε διωγμούς, στερήσεις, οἰκογένειες σέ ἐξορίες. Ἀγωνία γιά τήν ἐπιβίωση, ὄχι γιά τό ἐπιπλέον. Ὑπῆρχε ἕνα κοινό ὅραμα.
Ὕστερα μπῆκαν καί οἱ μεγάλοι σέ αὐτό. Ποιητές καί δημιουργοί. Ἦταν οἱ αἱμοδότες.
Ὁ Θεοδωράκης, ὁ Χατζιδάκις. Ἔτσι ἀκούσαμε Βάρναλη, Σεφέρη, Ρίτσο.
Ὁ λαός ἀγαποῦσε ἐξ ἴσου τή “Συννεφιασμένη Κυριακή” και τό “Γιέ μου, σπλάχνο τῶν σπλάχνων μου”. Πάντα φοροῦσα λευκά ροῦχα. Στόν Μεσαίωνα τό λευκό ἦταν στοιχεῖο πένθους. Εἶχα πολλά νά πενθήσω. Τή ζωή πού φεύγει, αὐτό πού δέν πάει καλά, τούς δικούς μου ἀγνοούμενους, τούς ἄλλους στήν ἐξορία. Λίγες ἦταν οἱ χαρές.νήθηκα στήν Καισαριανή. Ἐδῶ πού μένω. Ἐδῶ γονεῖς, ἐδῶ παιδιά, ἐδῶ ἔφυγαν ὅλοι οἱ ἀγαπημένοι, ἀπό ἐδῶ θά εἶναι τό τελευταῖο ταξίδι.
Ἐδῶ, στήν Καισαριανή, ἐξοικειωθήκαμε νωρίς μέ τόν θάνατο. Δέν τόν προκαλῶ, ἀλλά τοῦ λέω περήφανα: “Δέ σέ φοβᾶμαι. Ἔλα νά φύγουμε, καί θά τά ποῦμε στό δρόμο.”