Λατρεύω τόν κινηματογράφο, ἀλλά μοῦ ἀρέσει καί τό θέατρο. Ἐκτιμῶ ἰδιαίτερα τό ἐπάγγελμα τοῦ ἠθοποιοῦ.
Ἀποδέχομαι ἀπολύτως τόν στίχο τοῦ Μάνου Χατζιδάκι, κατά τόν ὁποῖον «ἠθοποιός σημαίνει φῶς» καί πιστεύω πώς τό γεγονός ὅτι ὁ Δημήτρης Χόρν ἑρμήνευσε ἐκεῖνο τό ὑπέροχο τραγούδι στήν μεγαλειώδη παράσταση «Ὁδός Ὀνείρων», ἀνέβασε κατά πολύ τό κῦρος τῆς ἐν Ἑλλάδι κοινωνίας τῶν διακόνων τῆς ὑποκριτικῆς.
Εἶχα συμμαθητές ἠθοποιούς, συνεργάσθηκα πολλές φορές μέ ἠθοποιούς, γνώρισα καί συνομίλησα μέ σπουδαίους ἠθοποιούς, κάπνισα τσιγάρα καί ἤπια καφέ μέ τόν Δημήτρη Χόρν (δέν μποροῦσες νά μήν καπνίσεις ὅταν μιλοῦσες μέ τόν Χόρν) στό ραδιομέγαρο τῆς ΕΡΤ. Ἔχω διαβάσει τήν βιογραφία πολλῶν σπουδαίων ἠθοποιῶν, πιστεύω ὅτι εἶναι πολύ σπουδαῖο πρᾶγμα νά μπορεῖς, μέ τήν τέχνη καί τήν ἑρμηνεία σου, νά διαμορφώνεις χαρακτῆρες καί νά προσφέρεις τροφή γιά σκέψη στούς θεατές σου.
Ἀπό τήν ἐνεργό ἐνασχόλησή μου μέ τά διοικητικά τοῦ Φεστιβάλ Ἀθηνῶν-Ἐπιδαύρου, μοῦ ἔμειναν οἱ συζητήσεις μέ λειτουργούς τοῦ θεάτρου, τοῦ κινηματογράφου καί τῆς μουσικῆς. Βεβαίως, ἔχοντας καί τήν ἐμπειρία τοῦ δικοῦ μας σιναφιοῦ, μπορῶ νά βεβαιώσω ὅτι δέν ἔπεσα ἀπό τά σύννεφα. Βρῆκα, ὅμως, πολλές ὁμοιότητες ἀνάμεσα στά δύο ἐπαγγέλματα.
Φυσικά, εἶναι πολλοί οἱ ἠθοποιοί πού γράφουν. Ἰδιαίτερα ἐκεῖνοι πού ἔχουν περάσει καί στήν σκηνοθεσία. Ὁ Γούντυ Ἄλλεν, γιά παράδειγμα, μοῦ ἀρέσει πολύ καί σάν συγγραφεύς.
Αὐτές τίς μέρες, βρῆκα ἕνα κείμενο πού ἔχει γράψει ὁ ἐξαίρετος ἠθοποιός Γιῶργος Κωνσταντίνου. Ἕνας ἄνθρωπος πού ἀσχολεῖται μέ τό γράψιμο καί τήν σκηνοθεσία καί πού ἔχει γράψει τήν δική του, σπουδαία, ἱστορία στήν μακρά καλλιτεχνική του διαδρομή. Μοῦ ἄρεσε πολύ καί τό δημοσιεύω, πιστεύοντας ὅτι εἶναι ἕνα ἀπό αὐτά τά «διαμαντάκια», πού μπορεῖ κανείς νά βρεῖ ψάχνοντας ἐπιμόνως.
«Θυμᾶμαι μιά φορά –ἤμουνα νέος μέ ἀνησυχίες καί ἀπορίες, γιά τό τί σημαίνει αὐτό τό θαῦμα πού λέγεται ζωή– βρέθηκα σ’ ἕνα νεκροταφεῖο.
Ἄρχισα νά διαβάζω στίς πλάκες τά ὀνόματα αὐτῶν πού εἶχαν φύγει, καί κάτω ἀπό αὐτά, τίς χρονολογίες.
Ἀνάμεσα στίς δύο χρονολογίες, τῆς γέννησης καί τοῦ θανάτου, ὑπῆρχε ἕνα μικρό κενό. Λευκό. Λευκό στό λευκό μάρμαρο. Συνειδητοποίησα ὅτι σέ αὐτό τό μικρό κενό, ἀνάμεσα στήν ἄφιξη καί στήν ἀναχώρηση, τό ἄτομο ἔχει ζήσει μιά ὁλόκληρη ζωή.
Ἔπαιξε σάν παιδί, μεγάλωσε, σπούδασε, δούλεψε, ἀγάπησε, παντρεύτηκε, γέννησε, ἔκλαψε, πόνεσε, χάρηκε καί ἔφυγε. Ὅλα αὐτά σέ ἕνα διάστημα πέντε πόντων. Ἀπό τή μία χρονολογία στήν ἄλλη. Αὐτή ἦταν ὅλη του ἡ ζωή.
Ἕνα μικροτσίπ πού μέσα του χώρεσαν μέρες, νύχτες, χρόνια, χαρές, λῦπες, ἀπογοητεύσεις.
Καί τότε, καθώς στεκόμουν ἐκεῖ, ἀνάμεσα στά μνήματα, ἔκανα μία σκέψη πού μέ ἀκολουθεῖ ἀκόμα: «Προσπάθησε νά κρατᾶς σφιχτά τίς ὄμορφες ὧρες. Νά ἀποβάλλεις τίς δυσάρεστες. Δικές σου εἶναι ὅλες. Τίς κρατᾶς, τίς διώχνεις, τίς κάνεις, ὅ,τι θέλεις. Δέν εἶναι ἀναισθησία. Εἶναι αὐτοσυντήρηση. Ἐπιβίωση. Σέ αὐτή τήν δύσκολη ζωή, δέ ζεῖς, ἐπιβιώνεις.
Κι ὅσο πιό γρήγορα τό καταλάβεις…».
Δέν εἶναι ὑπέροχος ὁ στοχαστής Γιῶργος Κωνσταντίνου;