Φίλος, ἐφοπλιστής τοῦ Λονδίνου, μᾶς βρῆκε δύο εἰσιτήρια γιά νά παρακολουθήσουμε τό ντέρμπυ τοῦ Λονδίνου μεταξύ Τσέλσι καί Τόττεναμ.
Μέ ἕναν ἀκόμη συνάδελφο –εἴχαμε βρεθεῖ στό Λονδῖνο σέ δημοσιογραφική ἀποστολή– πήγαμε στό Στάνφορντ Μπρίτζ, τό γήπεδο τῆς Τσέλσι. Μπήκαμε σάν κύριοι στό κατάστημα καί ψωνίσαμε κασκόλ, φανέλλες καί ὅ,τι ἄλλο ἀγοράζει ὡς σουβενίρ ἕνας Ἕλληνας φίλαθλος, πού βρίσκεται σέ ἕναν ἀπό τούς ναούς τοῦ βρεταννικοῦ ποδοσφαίρου.
Μέ τίς τσάντες, λοιπόν, στήν πλάτη (μέ τά σήματα τῆς Τσέλσι) ἀναζητήσαμε τίς θέσεις μας καί …βρεθήκαμε μέσα στούς ὀπαδούς τῆς Τόττεναμ!
Ὁ φίλος πού μᾶς εἶχε προμηθεύσει τά εἰσιτήρια, δέν μᾶς εἶχε πεῖ ὅτι ἀνῆκαν στούς «φιλοξενούμενους». Πρός γενική μας ἔκπληξη, οὐδείς μᾶς πείραξε, οὐδείς μᾶς σχολίασε! Ἐμεῖς, ὅμως, καλοῦ-κακοῦ, φροντίσαμε νά μεταφέρουμε τά προϊόντα πού εἴχαμε μόλις ἀγοράσει σέ μιά μεγαλύτερη τσάντα, πού εἶχε τά σήματα τῆς Ἐθνικῆς Ὁμάδας τῆς Ἀγγλίας, «γιά τόν φόβο τῶν Ἰουδαίων»..
“We are Tottenham”, τραγουδοῦσαν δίπλα μας οἱ ὀπαδοί, ἐπάνω στήν μελωδία τοῦ “I am sailing” τοῦ Rod Stewart, κινούμενοι πέρα-δῶθε στίς κερκίδες. Τραγούδι, φωνές, ἀλλά οὔτε ἕνα ἀπαράδεκτο σύνθημα. Κανά-δυό φορές πού ἕνας κυνηγός τῆς Τσέλσι πλησίαζε τήν κερκίδα, τοῦ φώναζαν κάποιοι “you are a bad boy”!
Δηλαδή, ἡ «βρισιά» πού ἀκούσαμε σέ ὅλο τό μάτς ἦταν «εἶσαι παλιόπαιδο»! Κάποια στιγμή ἔβγαλα καί ἄναψα ἕνα ποῦρο (τό συνήθιζα ὅταν πήγαινα στό γήπεδο, στούς ἀγῶνες τοῦ Ἐθνικοῦ.) Μέ κοίταξαν ὅλοι περίεργα καί σέ λίγο ἕνας ὑπάλληλος τοῦ γηπέδου μέ πλησίασε. «Ἀπαγορεύεται τό κάπνισμα, κύριε. Ὑπάρχει χῶρος γιά τούς καπνίζοντες μέσα, ἄν θέλετε ἤ σβῆστε τό ποῦρο σας ἀμέσως!»
Συμμορφώθηκα ἀμέσως πρός τίς ὑποδείξεις καί ἀπολαύσαμε ἕναν ὑπέροχο ἀγῶνα, πολύ κοντά –σχεδόν μέσα– στόν ἀγωνιστικό χορῶ, χωρίς παρεκτροπές καί, κυρίως, χωρίς ὕβρεις! «Ὅταν φύγουμε, πᾶμε στήν ἐκκλησία νά ἀνάψουμε ἕνα κεράκι ὑπέρ ὑγείας τῆς Μάργκαρετ Θάτσερ (ζοῦσε τότε)» εἶπα στόν φίλο καί συνάδελφο Μηνᾶ Τσαμόπουλο, μέ τόν ὁποῖο παρακολουθήσαμε ἐκείνη τήν ποδοσφαιρική πανδαισία!
Τό βράδυ, πού συναντήθηκα μέ φίλο Ἄγγλο δημοσιογράφο, προσπάθησα νά ἀντιληφθῶ τί ἀκριβῶς εἶχε ἀλλάξει ριζικά στό βρεταννικό ποδόσφαιρο. «Τί θά συμβεῖ ἄν ξαφνικά ἡ ἐξέδρα ἀρχίσει νά βρίζει τήν μάνα τοῦ διαιτητῆ, τήν οἰκογένεια τοῦ ἀντιπάλου φόρ; Τί θά συμβεῖ ἄν ἀρχίσουν συνθήματα μέ σεξουαλικό, κατάπτυστο, περιεχόμενο;» ρώτησα, ἔχοντας τήν ἐμπειρία ἀπό τό ἑλληνικό ποδόσφαιρο, ὅπου ὅλο τό γήπεδο (μέ πρώτους τούς «ἐπισήμους») καθυβρίζει χυδαῖα μανάδες, οἰκογένειες, προσωπικότητες, χωρίς νά ἀντιδρᾶ κανείς!
«Θά τούς πετάξουν ὅλους ἔξω, θά τούς γράψουν σέ μιά “μαύρη λίστα” καί κανείς τους δέν θά ξαναπατήσει ποτέ σέ ὁποιοδήποτε γήπεδο τῆς Ἀγγλίας!» μοῦ ἀπάντησε ἁπλά καί συμπλήρωσε.
«Ξέρεις πόσες ἑκατοντάδες “μάγκες” περνοῦν τά ἀπογεύματα τοῦ Σαββάτου ἤ τῆς Κυριακῆς στά ἀστυνομικά τμήματα, ὅπου φιλοξενοῦνται ὅσο διαρκοῦν τά παιγνίδια;»
Αὐτά, ὡς πρός τήν προσωπική ἐμπειρία ἀπό τό ἀγγλικό πρωτάθλημα. Ἀλλά ἐκεῖ ὑπῆρξε μιά Θάτσερ, ἡ ὁποία ἔκοψε μέ τό μαχαίρι τόν ὀμφάλιο λῶρο μεταξύ ποδοσφαιρικῶν ἑταιρειῶν ἤ συλλόγων καί ὀπαδῶν. Ἐδῶ, οἱ «παράγοντες» …λιβανίζουν καί καθοδηγοῦνται ἀπό τήν ὀργανωμένη ἀλητεία τῶν ναρκωτικῶν, τοῦ σουγιᾶ, τῆς μπαμπεσιᾶς καί τοῦ ἐγκλήματος. Διότι περί αὐτοῦ πρόκειται, μήν ἔχετε οὐδεμία ἀμφιβολία! Ὀργανωμένοι στρατοί ἀλητῶν εἶναι, καί ἄς μήν παίζουμε πλέον μέ τίς λέξεις!