Ἡ περίπτωση τοῦ πρώην ὑπουργοῦ, ὁ ὁποῖος σήκωσε χέρι σέ ὑπάλληλο ἀεροπορικῆς ἑταιρείας ἐπειδή δέν τοῦ ἐπέτρεψε νά ἐπιβιβασθεῖ σέ πτήση πρός τήν Κρήτη (προφανῶς εἶχε φθάσει καθυστερημένος καί ἡ ἑταιρεία δέν δέχθηκε νά καθυστερήσει τήν ἀναχώρηση, εἶναι γνωστό τό πόσο φορτωμένο εἶναι τό καλοκαίρι τοῦ Ἐλευθέριος Βενιζέλος), εἶναι χαρακτηριστική.
Τό «ξέρεις, ρέ, ποιός εἶμαι ἐγώ;» ἔχει ἀπό χρόνια ἀντικαταστήσει στήν καθημερινότητά μας τό κλασσικό «ἄν εἶσαι καί παππᾶς, μέ τήν ἀράδα σου θά πᾶς»…
Μοῦ ἔχει τύχει, παλαιότερα, δύο φορές νά καθυστερεῖ τό ἀεροσκάφος νά ἀναχωρήσει (χωρίς κανείς νά μᾶς λέει τόν λόγο τῆς ταλαιπωρίας) καί, ξαφνικά, νά μπαίνουν (τήν πρώτη φορά) τρεῖς πολιτικοί ἐνῷ τήν δεύτερη, μιά διάσημη Ἑλληνίδα «στάρ» τῆς τηλοψίας. Τό τί γιούχα ἔπεσε ἀπό τούς ἐπιβάτες δέν λέγεται!..
Ὁ ἴδιος ὁ δράστης, πάντως, δέν ἀρνήθηκε τό ἐπεισόδιο, ἀλλά, ὅπως ἀπό τήν πρώτη στιγμή εἴχαμε φαντασθεῖ, ἀρνήθηκε ἐπίσης νά παραιτηθεῖ ἀπό τό βουλευτικό ἀξίωμα, παρά τήν διαγραφή του ἀπό τήν κοινοβουλευτική ὁμάδα τοῦ κόμματος, μέ ἐντολή τοῦ πρωθυπουργοῦ, μέ τόν ὁποῖο ὑπῆρξε στενός συνεργάτης.
Αὐτό, λοιπόν, τό «ρέ, ξέρεις ποιός εἶμαι ἐγώ», εἶναι ἕνα ἀπό τά κύρια χαρακτηριστικά τῶν Ἑλλήνων, οἱ ὁποῖοι ἀποκτοῦν ὅποιας μορφῆς «ἐξουσία». Μέ τό πού θά φορέσει ὁ Ἕλληνας στό μανίκι μιά σαρδέλλα, νομίζει ὅτι ἔχει κατακτήσει τόν κόσμο ὁλόκληρο.
Ἔτσι νοιώθει ὁ δεκανέας, ὁ ἐπιλοχίας, ὁ πρόεδρος τῆς ποδοσφαιρικῆς ὁμάδας τοῦ χωριοῦ, ὁ Ἐπίτροπος τῆς ἐκκλησίας, ὁ δημοτικός ἤ κοινοτικός σύμβουλος, γιά νά μήν πᾶμε στά μεγαλύτερα ἀξιώματα.
Τόλμησες, ἄθλιε ὑπάλληλε, νά ἀρνηθεῖς σέ τέως ὑπουργό τήν ἐπιβίβαση στό ἀεροσκάφος; Καί ποιός εἶσαι ἐσύ; Ποιά εἶναι ἡ ἑταιρεία; Ποιό εἶναι τό ἀεροδρόμιο; Ξέρεις σέ ποιόν ἀρνεῖσαι τό δικαίωμα νά καθυστερήσει ἡ πτήση; Ξέρεις ποιός εἶναι ὁ ἄνδρας πού ἔχεις ἀπέναντί σου; Τολμᾶς νά μιλᾶς στό κινητό μέ τόν προϊστάμενό σου καί νά ἔχεις ἀπέναντί σου, ὄρθιο, τό ἀπαύγασμα τῆς βουλευτικῆς ἐλίτ; Τώρα θά δεῖς, τώρα θά μάθεις μέ ποιόν ἔχεις νά κάνεις!
Καί μόνο τό ὅτι τοῦ ἅρπαξε τό τηλέφωνο ἀπό τό χέρι «γιά νά μιλήσει ὁ ἴδιος μέ τόν ἁρμόδιο διευθυντή» ἀποτελεῖ πράξη βίας, κατάχρηση ἐξουσίας καί, χωρίς ἀμφιβολία, αἰτία γιά νά τόν ξαποστείλει ὁ ἀρχηγός τοῦ κόμματος καί νά τόν διαγράψει τό «πειθαρχικό».
Σέ μιά ὀργανωμένη καί φιλότιμη κοινωνία, ὁ ἐν λόγῳ θά εἶχε ἀμέσως παραιτηθεῖ. Ὅσα δίκια καί ἄν εἶχε, ὅσο φορτωμένος νά ἦταν, ὁτιδήποτε καί ἄν τοῦ εἶχε συμβεῖ πρίν φθάσει στό γραφεῖο τοῦ ἀτυχοῦς ὑπαλλήλου. Ὅλα θά εἶχαν πάει στήν ἄκρη, λόγῳ τοῦ σεβασμοῦ του πρός τό ἀξίωμα μέ τό ὁποῖο τόν ἔχει τιμήσει ὁ λαός.
Δυστυχῶς, ὅμως, ἡ ἐποχή πού οἱ πολιτικοί εἶχαν ἐπίγνωση τοῦ ὅτι ὀφείλουν νά ἀποτελοῦν ὑποδείγματα συμπεριφορᾶς, φαίνεται ὅτι ἔχει παρέλθει ἀνεπιστρεπτί. Ἀφ’ ὅτου ἡ πολιτική δέν εἶναι παρά ἕνα καλό καί προσοδοφόρο ἐπάγγελμα, ὅλα τά περί ἤθους καί εὐπρεποῦς συμπεριφορᾶς ἔχουν περάσει «στά ἀζήτητα»…