Ἕνα ἐξαιρετικό κείμενο ἀπό τόν Λάμπρο Λιάπη, πού διάβασα χθές.
«Ἕνα βράδυ, πρίν πολλά χρόνια, μπῆκα σέ ἕναν θάλαμο ἑνός καρκινοπαθοῦς νεαροῦ προκειμένου νά τοῦ χορηγήσω ἕνα παυσίπονο. Θά ἦταν γύρω στά 25. Ἀκούγαμε καί τήν ἴδια μουσική. Ἡ μάνα του ἦταν ἀπέναντι στήν καρέκλα σκυφτή, σχεδόν κουλουριασμένη καί μυριοταλαιπωρημένη. Καλοκαίρι ἦταν. Ἔξω διασκέδαζε ὁ κόσμος καί χαιρόταν τήν ζωή. Μέσα παλεύαμε νά σώσουμε τόν νεαρό. Ὁ ὀγκολόγος του ἦταν σαφής.
“Δέν ἐξαρτᾶται μόνο ἀπό ἐμᾶς, παιδί μου. Τώρα πιά ἐξαρτᾶται καί ἀπό σένα καί ἀπό τήν πίστη σου. Θά τό παλέψουμε ὅλοι μαζί, ἀλλά δέν ξέρω τί θά γίνει.”
Περνούσαμε λίγη ὥρα μαζί, καί αὐτό ἔδειχνε νά τόν ἀνακουφίζει λίγο.
Μάλιστα ἐκεῖνο τό βράδυ εἴχαμε καί τήν πρώτη διαφωνία μας.
Ἐγώ ἐπέμενα πώς τό δικό μου ἀγαπημένο συγκρότημα ἦταν τό καλύτερο, ἐκεῖνος ἔλεγε τά δικά του. Παιδιάστικα πράματα. Στό τέλος γελάσαμε καί οἱ δύο καί συμφωνήσαμε ὅτι καί οἱ δύο εἴχαμε δίκιο. Νά μή σᾶς τά πολυλογῶ, τόν ἄφησα νά κοιτᾶ τό ταβάνι καί νά ἀναπολεῖ δικές του στιγμές, καί πῆγα στόν ἑπόμενο θάλαμο.
Θά πρέπει νά εἶχαν περάσει 10 λεπτά ὅταν ἄκουσα μιά φωνή ἀπό τόν θάλαμο τοῦ νεαροῦ. Γυρίζω καί βλέπω τήν μάνα του νά ἔρχεται πρός τό μέρος μου μέ γουρλωμένα μάτια. Μέ τραβάει ἀπό τό χέρι καί μέ μπάζει στόν θάλαμο τοῦ γυιοῦ της.
Τόν βρῆκα ὅπως τόν ἄφησα. Νά καρφώνει τό ταβάνι μέ τό βλέμμα του, ἀλλά μούσκεμα στόν ἱδρῶτα.
Ἡ μάνα νόμισε πώς εἶχε πεθαίνει ὁ γυιός της ἀφοῦ ἦταν ἀκίνητος.
– “Αὔριο ἡ ἀξονική θά εἶναι καθαρή”, μοῦ λέει ἐκεῖνος κοιτῶντας ἐπίμονα τό ταβάνι. “Μακάρι”, τοῦ λέω καί ἀσυναίσθητα κοιτάζω κι ἐγώ τό ταβάνι. “Τήν εἶδες κι ἐσύ, ἔτσι δέν εἶναι;” Μέ ρωτάει μέ ἀγωνία. “Ποιά; Ρωτάω.” “Ἡ Παναγία εἶναι, δέν τήν γνωρίζεις;”…
Ἔπειτα ἀπό δύο μέρες ὁ νεαρός ἔκανε ἀξονική. Ἦταν καθαρός. Κανένα σημάδι καρκίνου ἤ μετάστασης πιά.
Οἱ ὀρθολογιστές θά ποῦν ὅτι ἤτανε μιά παραίσθηση ἀπό τήν ἐλπίδα τοῦ νεαροῦ καί τήν δίψα του γιά ζωή. Τόν ἔσωσε ἡ θεραπεία κι ὄχι ἡ θεϊκή παρέμβαση. Οἱ κυνικοί θά ποῦν ὅτι τοῦ σάλεψε. Οἱ θρησκόληπτοι θά ποῦν “Θαῦμα”. Ἐγώ θά πῶ τοῦτο. Ὁ καθένας μας κουβαλάει τόν σταυρό του.
Καί ἐκείνη τήν μαύρη ὥρα τοῦ μαρτυρίου του ἔχει τό δικαίωμα νά πιστέψει ΚΑΙ στό θαῦμα. Ἔχει τό δικαίωμα νά πιστεύει γενικά. Γιατί εἶναι καλύτερα νά πιστεύεις κάπου, παρά πουθενά.
Ἡ μάνα τοῦ νεαροῦ λοιπόν, ὕστερα ἀπό αὐτό πού συνέβη, ἀνέβηκε τήν ἀνηφόρα στήν Τῆνο γονατιστή, γινάτι, πίστευες πώς χρωστοῦσες αὐτόν τόν “ἐξευτελισμό” πού λέν οἱ ἄλλοι στήν Παναγιά;
Καί νά σᾶς πῶ κάτι; Ποιός εἶμαι ἐγώ πού θά κρίνω αὐτή τή πράξη;
Ποιός εἶμαι ἐγώ πού θά διακωμωδήσω αὐτήν τήν ἐνέργεια;
Μόνο σεβασμό τρέφω σέ τέτοια ἄτομα, γινάτι, τολμοῦν νά δηλώσουν πίστη σέ κάτι.
Ἄ, ξέχασα νά σᾶς πῶ πώς ὁ νεαρός ζεῖ ἀνάμεσά μας, ὑγιής ἀλλά ταλαιπωρημένος, καί μάλιστα νομίζω πώς τόν εἶδα καί στήν συναυλία τῶν Ιron Maiden.»