Ὁ Πέτρος Κυρίμης εἶναι συγγραφέας. Φίλος μου καλός. Ἔπαιξε μπάλλα καί στόν Ἐθνικό Πειραιῶς, τήν ὁμάδα μας, μαζί μέ τόν καθηγητή Νάσο Βαγενᾶ.
Ζεῖ χρόνια στήν Γερμανία. Καί γράφει –καί μοῦ στέλνει– κείμενα. Ὅπως αὐτό, πού μέ ἄγγιξε βαθιά στά φυλλοκάρδια. «Στήν δεκαετία τοῦ ’60 θυμᾶμαι νά εἶδα τήν πρώτη μεγάλη πυρκαϊά. Εἶχε πιάσει φωτιά ἡ πλαγιά τοῦ Ὑμηττοῦ πάνω ἀπό τό Λαγονήσι. Ἀπό ἀπέναντι, ἀπό τήν Πειραϊκή, βλέπαμε γιά μιά ὁλόκληρη μέρα τίς φλόγες καί μετά γιά πολύ καιρό, τά ἀποκαΐδια… Μετά σέ τακτά διαστήματα, καλοκαίρι τό καλοκαίρι εἴδαμε νά καίγεται ὅλος ὁ Ὑμηττός. Τότε μᾶλλον ἐμπνεύσθηκε καί ὁ Χατζιδάκις τό τραγούδι “…ἐκεῖ ψηλά στόν Ὑμηττό ὑπάρχει κάποιο Μυστικό…”. Ἤμουν παιδί τότε καί δέν καλοκατάλαβα τό θεῖο μου πού ἔλεγε κάτι γιά οἰκοπεδοφάγους. Ἐκτός ἀπό αὐτό εἶχα ρωτήσει ἄν τά δέντρα πού καίγονταν ἦταν ἐλιές κι ὅταν μοῦ εἴπανε πώς ἐκεῖ δέν ὑπῆρχαν ἐλιές, ἡσύχασα, γιατί γιά μένα δέντρο μέχρι τότε ἤτανε μόνο ἡ ἐλιά καί μάλιστα ἡ ἐλιά τῆς Μάνης. Πάνω σέ αὐτά τά δέντρα τῆς ἐλιᾶς ἔμαθα νά ἀνεβαίνω καί νά βοηθάω στό κλάδεμα καί πάνω ἐκεῖ ἀνέβαινα νά ψάξω νά βρῶ διχάλα κατάλληλη γιά νά φτιάξω σφεντόνα. Στόν ἴσκιο της καθόμουν νά διαβάσω κι ἀπό τούς καρπούς της ζούσαμε.
Ἡ μάνα καί οἱ ἐλιές εἶναι τά δύο πράγματα πού στά πολύ μικρά μου χρόνια ἔμαθα νά σέβομαι καί νά ἀγαπάω. Καί μετά εἴδαμε τίς ἄλλες φωτιές. Πιό πάνω αὐτή τή φορά. Ἐκεῖ πού κτίστηκε ὁ Καρέας. Καί μετά πιό πάνω. Βριλήσσια, Μελίσσια, Πεντέλη, Πάρνηθα. Χρειάστηκε νά γίνει ἡ γνωστή ἐκτροπή καί νά τό κάνει σύμβολο γιά νά μάθουμε κι ἐμεῖς τό μυστικό, ὅτι ἡ Ἑλλάδα εἶναι ἕνας φοίνικας πού ἀναγεννιέται ἀπό τίς στάχτες του. Ἀλλά δυστυχῶς δέν γεννιοῦνται ξανά δέντρα, παρά μόνο κάτι αὐθαίρετα κτίσματα στή θέση τους, νά μᾶς θυμίζουν ὅτι ἐκεῖ κάποτε ὑπῆρχε δάσος. Τότε μᾶς διαβεβαίωναν ὅλοι πώς γρήγορα θά βροῦν τούς ἐμπρηστές καί θά τούς κρεμάσουν στήν πλατεῖα Συντάγματος. Καί πρό παντός, ὅτι κανείς δέν θά ἔκτιζε “στά καμμένα”! Ὅμως καί ζοῦν… καί κτίζουν…!
Δύο μέγιστης σημασίας κληρονομιές, τά λίγα δάση μας καί τά ἀρχαῖα ἐρείπια, βρῆκαν στό νεοέλληνα τόν χειρότερο ἐχθρό τους. Καί τά δύο τόν ἐμποδίζουν νά κτίσει. Καί ἔτσι τά μέν τά καῖνε, τά δέ, ὅπου τά βροῦν, τά κουκουλώνουν. Δέν θυμᾶμαι κανέναν πολιτικό, καμμία κυβέρνηση μέχρι σήμερα, νά ἀσχολήθηκε σοβαρά καί μέ τά δύο. Καί καλά μέ τά ἀρχαῖα ἐρείπια, εἶναι κάτω ἀπό τή γῆ καί δέν τά βλέπουν. Τά δάση ὅμως; Οὔτε πολλά εἶναι, οὔτε ἀπέραντα.
Μερικές χιλιάδες στρέμματα εἶναι –ἦταν δηλαδή– ὅλα μαζί. Ὅμως πάλι θά σᾶς πῶ γιά τήν ἐλιά, πού τήν εἶδα νά καίγεται προχθές στήν τηλεόραση καί κάηκε ἡ ψυχή μου. Ἀκόμα καί στόν ἄδικο θάνατός της παρέμενε ταπεινή.
Λαμπαδιασμένη μέ τά κλαδιά της σέ ἀπόγνωση πάσχιζε νά κρατηθεῖ ζωντανή. Τά τελευταῖα κλαδιά της, καθώς ἀπό τόν πόνο διεστάλησαν, ἀνυψώθηκαν σάν σέ ἔκταση καί ἐγώ εἶχα τήν αἴσθηση «μιᾶς πύρινης ἐσταυρωμένης».
Πάνω στό δικό της κούτσουρο.