Ἑκατό χρόνια! Ἑκατό χρόνια μοναξιᾶς. Ἀναμνήσεων καί ἀδράνειας!
Ἑκατό χρόνια θρήνων καί δακρύων! Καί νά ’χεις τούς ἀπέναντι νά καμαρώνουν γιά τά βρωμερά τους ἔργα! Καί νά ἀπειλοῦν ἀκόμη, ὑπό τά βλέμματα τῶν «πολιτισμένων». Μιά ζωή τά ἴδια! Πόσα νά ἀντέξει ἡ ψυχή σου; Σέ ἕνα ἀφιέρωμα τῆς ΕΡΤ, πρίν ἀπό κάποια χρόνια, εἴχαμε δεῖ τήν τυφλή Σμυρνιά τραγουδίστρια Στέλλα Παπάζογλου νά ἀφηγεῖται τίς ἀναμνήσεις της ἀπό τή σφαγή (κατά Ρεπούση καί ἄλλων τῆς …προόδου «συνωστισμό») τῆς Σμύρνης. «Κρυφτήκαμε στή νεκροταφεῖο γιά νά μήν μᾶς πιάσουνε οἱ Τοῦρκοι. Σέ ἕναν μεγάλο οἰκογενειακό τάφο πού εἶχε θάψει τήν κόρη του ὁ φύλακας τοῦ νεκροταφείου. Ἐπειδή τό κορίτσι εἶχε πεθάνει ἀπό φθίση, ὁ πατέρας τῆς ἔφτιαξε μεγάλο τάφο σάν σπίτι, καί ἔβαλε ἐκεῖ ὅλα τά πράγματά της γιατί φοβόταν νά μήν κολλήσουν καί τά ἄλλα του παιδιά. Μέσα στόν τάφο ὑπῆρχε καί ἕνα πιάνο! Ἡ μουσική μέ κυνηγοῦσε παντοῦ» εἶπε ἡ συγκλονιστική Σμυρνιά. Φοβερή σκηνή, σάν ἀπό ταινία τοῦ Ἀγγελόπουλου. Μιά οἰκογένεια προσφύγων μέσα σέ ἕναν τάφο, συντροφιά μέ ἕνα πιάνο! «Ὕστερα μᾶς βρῆκαν οἱ Τοῦρκοι, πῆραν τόν πατριό μου, τόν ξάδελφό μου καί ἐμᾶς μᾶς ἀφήσαμε. Κατεβήκαμε στό λιμάνι καί βλέπαμε κάτι ξένα καράβια, πού εἴχανε ἀγκυβολήσει. Ἤτανε νύχτα, ἡ Σμύρνη καιγόταν, οἱ Τσέτες μᾶς σφάζαν’ καί στά βαπόρια παίζαν’ μουσικές καί τραγούδαγαν»! Αὐτή ἦταν ἡ εἰκόνα, καί ἄς μήν γελιόμαστε. Ἡ Ἑλλάδα εἶχε γιά μία ἀκόμα φορά ἀφεθεῖ στήν τύχη της, μέ τήν ὁποία ὅμως εἶχε καί ἡ ἴδια παίξει ἄσχημα στή συγκεκριμένη περίπτωση. «Γιατί ἀργήσατε;» ρώτησε ὁ πλοίαρχος ἑνός γαλλικοῦ πολεμικοῦ τόν Ἄγγλο συνάδελφό του πού ἀνέβαινε ἀπό τή βάρκα. «Εἶχε μπλεχτεῖ στό πηδάλιό μας τό πτῶμα μιᾶς Ἑλληνίδας καί καθυστερήσαμε» ἦταν ἡ ἀπάντηση. Ἡ γιαγιά τοῦ μακαρίτη τοῦ φίλου μου Στέφανου, πού εἶχε ἐργοστάσιο πετσετῶν στή Νίκαια, μοῦ ἔχει ἀφηγηθεῖ ὧρες ὁλόκληρες τήν ἱστορία τῆς φυγῆς ἀπό τή Σμύρνη. Δέν καλοπέρασαν ἀρχικά στήν Ἑλλάδα οἱ Ἕλληνες τῆς Μικρᾶς Ἀσίας. Πολλοί τούς εἶδαν ὡς βάρος ἀνεπιθύμητο. Ποῦ νά ἤξεραν ἀπό ποῦ ἔρχονταν, καί τί εἶχαν ἀφήσει πίσω τους.
Ὅταν ἡ ἐφημερίδα μου, τότε, μέ ἔστειλε νά καλύψω τή δίκη τοῦ Ὀτσαλάν, καί οἱ Τοῦρκοι μᾶς ἀπαγόρευσαν νά πᾶμε στό νησί Ἰμραλί, νοίκιασα ἕνα αὐτοκίνητο στά Μουδανιά καί γύρισα ἀρκετές παλιές ἑλληνικές πόλεις. Τά παλιά, πολύ παλιά, ἑλληνικά σπίτια ξεχώριζαν παντοῦ. Σοῦ φαινόταν πώς ἄν χτυποῦσες τήν πόρτα θά σοῦ ἄνοιξε ἡ Ἑλληνίδα νοικοκυρά καί θά σέ φίλευε ἀμέσως καφέ καί γλυκό τοῦ κουταλιοῦ, ὅπως ἔκανε ἡ θεία Ἐλέγκω στό προσφυγικό τῆς ὁδοῦ Βιθυνίας στήν Κοκκινιά. Καί ὅταν ὁ Λουκᾶς, ὁ θεῖος μου, μεράκλωνε, ἔπαιρνε τό οὔτι καί τραγουδοῦσε. «Τήν Σμύρνη τήν ἐκάψανε, τά πλούτη μας χαθῆκαν». Καί ὅταν μικρό παιδί τόν ρώτησα «Ποιά ἦταν τά πλούτη σας, Λουκᾶ;» μοῦ ἀπάντησε: «Ἡ Ἑλληνική Σημαία καί ὁ Δικέφαλος Ἀετός!». Ὁ θησαυρός του!