Μιά πρώτη εὐχή γιά τό 2025: Νά εἶναι ἡ ταινία «Ὑπάρχω», τοῦ Γιώργου Τσεμπερόπουλου, τό ἔναυσμα γιά τήν ἐπιστροφή τοῦ κοινοῦ στίς κινηματογραφικές αἴθουσες.
Νά γίνει ἡ μυθοπλασία πού κέντησε ὁ σκηνοθέτης ἐπάνω στήν ζωή ἑνός σπουδαίου τραγουδιστῆ ἡ ἀφετηρία γιά τό ξαναζωντάνεμα τῶν κινηματογραφικῶν αἰθουσῶν –ἐκείνων πού ἔχουν ἀπομείνει, δηλαδή– καί νά σταματήσει ἡ ἐπέλαση τῆς πλατφόρμας, ἡ ὁποία δέν εἶναι παρά μία ἀκόμη παρότρυνση πρός τό κοινό νά κλείνεται μέσα καί νά ἀπομονώνεται. Νά ἐπιστρέψουμε, δηλαδή, στήν κανονικότητα, νά βγοῦμε ἔξω καί νά ἀπολαύσουμε τό σινεμά ὅπως τοῦ ἀξίζει, στήν αἴθουσα, μαζί μέ κόσμο καί ὄχι στό σπίτι, καθηλωμένοι στόν ὑπολογιστή μας.
Χαίρομαι πού ἕνας σκηνοθέτης τῆς δικῆς μου γενιᾶς δίνει τό σύνθημα αὐτῆς τῆς –ἐλπίζουμε– ἐπιστροφῆς στό σινεμά. Προσωπικά δέν ἦταν ποτέ στίς ἐπιλογές μου τά τραγούδια τοῦ Στέλιου Καζαντζίδη. Δέν μέ ἄγγιζε αὐτή ἡ μουσική, δέν μοῦ ἔλεγε κάτι. Ἄν ἐξαιρέσω μερικά τραγούδια, εἶχα κατατάξει τήν συγκεκριμένη σχολή τραγουδιοῦ σέ ἕναν χῶρο ὁ ὁποῖος ἐξέφραζε τήν «κλάψα», πρός τήν ὁποία αἰσθανόμουν ἀποστροφή.
Προτιμοῦσα τόν Ἔλβις καί τόν Πώλ Ἄνκα, ἀπό τόν «Στελάρα», ὅπως τόν ἀποκαλοῦσαν οἱ θαμῶνες τοῦ καφέ-μπάρ πού βρισκόταν στήν γωνία τοῦ σπιτιοῦ μας καί διέθετε τζούκ-μπόξ τῆς μίας δραχμῆς.
Θυμᾶμαι ὅτι στά δέκα τραγούδια πού ἀκούγονταν, τά μισά, τοὐλάχιστον, ἦταν τοῦ Καζαντζίδη. Μεγαλώνοντας καί μελετῶντας μουσική, ἀποδέχθηκα τό ὅτι ὁ συγκεκριμένος, ἐκτός ἀπό τήν σπουδαία φωνή (ἀσχέτως τοῦ ἄν μοῦ ἄρεσαν τά τραγούδια του) ἀποκτοῦσε σιγά-σιγά τήν στόφα ἑνός λαϊκοῦ εἰδώλου. Ὅλη ἐκείνη ἡ ἱστορία γιά τήν διαμάχη του μέ τίς ἑταιρεῖες, γιά τόν ἀγῶνα του νά ἐλευθερωθεῖ ἀπό τά δεσμά τῶν συμβολαίων (τά ὁποῖα βεβαίως κάποιος εἶχε ὑπογράψει) ἀλλά καί ἀργότερα, μέ τήν «ἀπελευθέρωσή» του μέ Νόμο πού πέρασε ἀπό τήν Βουλή (!), συνετέλεσαν στήν διαμόρφωση ἑνός λαϊκοῦ μύθου γύρω ἀπό τό ἄτομό του.
Κάποια στιγμή εἶχα ἐνοχληθεῖ ὅταν στήν ταινία «Τόπ Καπί» τοῦ Ντασσέν, ἄκουσα ἕνα τούρκικο τραγούδι, τό ὁποῖο ὁ Καζαντζίδης τραγούδησε στά ἑλληνικά ὡς «Σήκω χόρεψε κουκλί μου» καί ὑπέγραφε στόν δίσκο τήν μουσική, πού δέν ἦταν δική του! Ἐκεῖ, ὁμολογῶ, μπερδεύτηκα καί δέν ἀσχολήθηκα ξανά μέ τά τραγούδια του.
Ὁ ἴδιος, πάντως, οὐδέποτε διεκδίκησε τίτλους ἤ ἀναγνώριση. Ἕνας ἁπλός, ἰδιόρρυθμος ἄνθρωπος ἦταν, μέ ἕνα σπουδαῖο χάρισμα ἀπό τόν Θεό, τήν φωνή του. Κατά τά λοιπά, ὅπως ἔχω πληροφορηθεῖ ἀπό ἀξιόπιστες πηγές, δέν ὑπῆρξε καί τόσο «ἅγιος». Αὐτά, ὡστόσο, ἐλάχιστη σημασία ἔχουν, ὅταν πλάθεται ἕνας μῦθος. Καί σέ αὐτόν τόν μῦθο στηρίχθηκε ὁ Γιῶργος Τσεμπερόπουλος, ὁ ὁποῖος –μέ πολύ προσεκτική ἐπιλογή τῶν ἠθοποιῶν– κατόρθωσε νά δημιουργήσει τήν κινηματογραφική μυθοπλασία «Ὑπάρχω», ἡ ὁποία ἔχει ἤδη καταρρίψει πολλά ρεκόρ στίς κινηματογραφικές αἴθουσες.
Χωρίς ἀμφιβολία, τό ἑλληνικό σινεμά βγαίνει κερδισμένο καί φωνάζει κι ἐκεῖνο «Ὑπάρχω»!
Μιά ταινία πού κινητοποιεῖ τόν συναισθηματισμό, δημιουργεῖ ψυχική εὐφορία στόν θεατή καί τόν ἀφήνει μέ ὑγρά μάτια στό φινάλε. Ὅπως ἔχει γίνει μέ ὅλες σχεδόν τίς ταινίες-βιογραφίες σπουδαίων καλλιτεχνῶν.
Μακάρι τό 2025 νά γεμίσουν καί πάλι οἱ κινηματογραφικές αἴθουσες!
Θά εἶναι δεῖγμα κοινωνικῆς ὑγείας!