Τό 1987, ἡ «Ἐλεύθερη Ραδιοφωνία» ἔκανε δυναμικά τήν ἐμφάνισή της. Ὁ Μιλτιάδης Ἔβερτ, ὁ Ἀνδρέας Ἀνδριανόπουλος καί ὁ Σωτήρης Κούβελας, μέσα ἀπό τά «ὀχυρά» τῶν Δήμων Ἀθηναίων, Πειραιῶς καί Θεσσαλονίκης, παραβίαζαν τό κρατικό μονοπώλιο στήν Ραδιοφωνία καί ἔθεταν σέ λειτουργία τόν «Ἀθήνα 9,84», τό «Κανάλι Ἕνα 90,6» καί τό «Ράδιο 100».
Ὁ Ἰάσων Τριανταφυλλίδης, ὅπως καί ὁ Ἄγγελος Πυριόχος, ἴσως καί κάποιοι ἄλλοι, ἦλθαν, ἀπό τόν «9,84», νά συνδράμουν καί τήν δική μας προσπάθεια, στόν Πειραιᾶ. «Τί θά μᾶς ἑτοιμάσεις; Ἐλπίζω μιά ἐκπομπή πού νά μήν ἔχει πολλά “ρό”», τοῦ εἶπα, μεταξύ σοβαροῦ καί ἀστείου. «Μήν ἀνησυχεῖς, θά τό δεῖς» μοῦ εἶπε καί σέ δύο μέρες ἦλθε μέ τό πλάνο καί τόν τίτλο τῆς ἐκπομπῆς. «Χωγίς ὅγους – χωγίς ὅγια» μοῦ λέει, ἐννοῶντας «χωρίς ὅρους – χωρίς ὅρια». Ἀπό ἐκείνη τήν στιγμή κατάλαβα ὅτι εἶχα ὡς συνεργάτη ἕναν ἄνθρωπο μέ χιοῦμορ, ἀλλά καί μέ ἀποφασιστικότητα, ἕναν ἄνθρωπο πού «δέν παίρνει χαμπάρι» καί πού «μιλάει στά ἴσια». Κι ἔτσι ἄρχισε αὐτή ἡ συνεργασία, ἡ ὁποία κράτησε ἀρκετά καί εἶχε σπουδαία ἀπήχηση στό κοινό.
Τόν Ἰάσονα τόν παρακολουθοῦσα ἔκτοτε ἀνελλιπῶς. Ὅπου ἀποφάσιζε νά γράψει, ὅπου ἀποφάσιζε νά μιλήσει. Ἄν καί δέν ἤμουν ὀπαδός καί «fun» τοῦ κινηματογράφου, τόν ὁποῖο λάτρευε ἐκεῖνος, μοῦ ἀρκοῦσε ἡ ἄδολη ἀγάπη πού εἶχε γιά τήν ἑβδόμη τέχνη. Ὄχι γιά τήν «κινηματογραφική βιομηχανία» ἀλλά γιά τό ἴδιο τό σινεμά. Τό σινεμά τῶν σκηνοθετῶν, τῶν ἠθοποιῶν, ἀλλά καί τοῦ κοινοῦ, τό ὁποῖο, τελικά, εἶναι ὁ δέκτης ἀλλά καί ὁ ἀπόλυτος κριτής. Διάβαζα τίς κριτικές του καί ἔβλεπα τά «ἀστεράκια» πού ἔβαζε στίς ταινίες τίς ὁποῖες εἶχε παρακολουθήσει στίς «προβολές γιά λίγους». Σπανίως συμφωνοῦσα μαζί του, ἀλλά γνώριζα πάντα ὅτι «ἐκεῖνο πού πίστευε, ἐκεῖνο ἔγραφε»! Καί γνωρίζω ὅτι δέν δίστασε νά ἀφήσει κάποιες καλές καί ἐπικερδεῖς συνεργασίες, μόνο καί μόνο ἐπειδή τοῦ εἶπαν «σέ παρακαλῶ, γράψ’ το ἔτσι»…
«Ἐγώ δέν ξέγω νά γάφω κατά παγαγγελία. Παίγνω τό καπελάκι μου καί φεύγω» μοῦ ἔλεγε, ὅταν μιλούσαμε ἔπειτα ἀπό κάποια «ἡρωική ἔξοδό» του.
Θά λείψει, ὁπωσδήποτε, ἡ καθαρή του σκέψη καί ὁ περίεργος λόγος του. Προσωπικά, θά μοῦ λείψει ἐκεῖνο τό «κύγιε διευθυντά, νά μοῦ φιλήσεις τόν γιόκα σου», πού μοῦ ἔλεγε ὅποτε χαιρετιόμασταν. Στό καλό, φίλε, ἔφυγες γρήγορα…