Πολύ σωστή καί πεντακάθαρη ἡ στάση τοῦ βουλευτοῦ Ἐπικρατείας τοῦ κόμματος «Νίκη» Γεωργίου Ἀποστολάκη, πρώην ἀντιπροέδρου τοῦ Ἀρείου Πάγου.
Καί πολύ ἐντίμως ἁπλό τό σκεπτικό τῆς ἀποφάσεώς του. «Διαφωνῶ, παραιτοῦμαι, εἶμαι βουλευτής Ἐπικρατείας, οἱ ψῆφοι ἀνήκουν στό κόμμα, παραδίδω τήν ἕδρα».
Οὐδεμία σχέση μέ τόν συνεπώνυμό του, ὁ ὁποῖος ἐξελέγη ὡς «Ἐπικρατείας» μέ τόν ΣΥΡΙΖΑ, ἀλλά τώρα ἔχει πάρει τήν ἕδρα ἐπ’ ὤμου καί ψάχνει νά δεῖ «ποῦ θά κάτσει ἡ μπίλια».
Αὐτή τήν ἰδέα περί τῶν «βουλευτῶν Ἐπικρατείας» τήν ἔφερε «ἀπ’ ἔξω» ὁ Κωνσταντῖνος Καραμανλῆς. Ἀλλά τότε τά κόμματα ἐπέλεγαν τούς βουλευτές Ἐπικρατείας ὄχι «ἀπό τό πανέρι τοῦ κόμματος», ἀλλά ἀπό ἐκλεκτά μέλη τῆς ἑλληνικῆς κοινωνίας.
Γιά παράδειγμα, τό 1975 ἐξελέγησαν, μέ τήν Νέα Δημοκρατία καί τήν Ἕνωση Κέντρου, οἱ: Ἑλένη Βλάχου, Διονύσιος Ζακυνθηνός, Κωνσταντῖνος Σταυρόπουλος, Κωνσταντῖνος Τρυπάνης, Κυπριανός Μπίρης, Εὐάγγελος Δεβλέτογλου, Δημήτριος Εὐρυγένης, Κωνσταντῖνος Τσάτσος, Μιχαήλ Στασινόπουλος (ΝΔ), Εὐάγγελος Παπανοῦτσος καί Νικόλαος Γαζῆς (Ἕνωση Κέντρου).
Ὁ Μιχ. Στασινόπουλος, λίγο ἀργότερα, ὁρκίσθηκε Πρόεδρος τῆς Δημοκρατίας καί ἀργότερα τόν διεδέχθη ὁ Κωνσταντῖνος Τσάτσος. Ἄν δέν σᾶς κάνει κόπο, ἀναζητῆστε τά βιογραφικά ὅλων τῶν προαναφερθέντων. «Ἕνας κι ἕνας», πού λέει ὁ λαός.
Ἀργότερα, τά κόμματα μετέτρεψαν τόν κατάλογο τῶν «Ἐπικρατείας» σέ πεδίο «βολέματος» κάποιων «κολλητῶν» ἤ κάποιων «σελέμπριτι» (ἐδῶ γελᾶμε). Ἡ «Νίκη» ἐπέλεξε ἕναν πρώην κορυφαῖο δικαστή. Καί ἐκεῖνος, ἀποχωρῶν (ὄχι «γιά λόγους ὑγείας», ὅπως ἄφησε νά ἐννοηθεῖ τό κόμμα, ἐνῶ ὁ ἴδιος ἔσπευσε νά δηλώσει «εἶμαι μιά χαρά»), ἐπέστρεψε τήν ἕδρα ἐκεῖ ὅπου ἀνήκει. Καί, φυσικά, αὐτό εἶναι τό πρέπον, αὐτό ἐπιτάσσει ἡ κοινή λογική καί τό κοινοβουλευτικό ἦθος.
Προσωπική μας ἄποψη εἶναι ὅτι ὁποιοσδήποτε βουλευτής διαφωνεῖ μέ τό κόμμα του καί ἀποχωρεῖ ἀπό αὐτό ὀφείλει νά παραδίδει τήν ἕδρα. Αὐτά τά «δηλώνω ἀνεξάρτητος» εἶναι περίεργα. Ἄν, βέβαια, σέ διαγράψει τό κόμμα, τότε ἔχεις δικαίωμα «νά τό σκεφθεῖς», ἀναλόγως τῶν αἰτιῶν τῆς διαγραφῆς δηλαδή. Ἀλλά αὐτό τό «μέ διορίζεις βουλευτή, φεύγω ἀλλά παίρνω τήν ἕδρα στήν πλάτη», δέν μποροῦμε νά τό ἀντιληφθοῦμε.
Τό πόσο ἔχει εὐτελισθεῖ ὁ θεσμός τοῦ «βουλευτοῦ Ἐπικρατείας», μέ τόν ὁποῖο ὁ Κων. Καραμανλῆς προσπάθησε νά προσδώσει στήν Βουλή μεγαλύτερο κῦρος (εἶναι βέβαιο ὅτι πολλά ἀπό τά ἐκλεκτά στελέχη τῆς κοινωνίας τά ὁποῖα διόρισε τό 1975 ὡς «Ἐπικρατείας» δέν θά εἶχαν διανοηθεῖ «νά θέσουν ὑποψηφιότητα», ἀλλά καί ἄν ἔθεταν, ἦταν ἀμφίβολο ἄν θά μποροῦσαν «νά μαζέψουν σταυρούς»), φάνηκε ὅταν ἀκούγαμε συνεχῶς φῆμες ὅτι «ὁ Κασσελάκης πιέζει γιά παραιτήσεις στό “Ἐπικρατείας”, μέχρι νά φτάσει ἡ σειρά του».
Τόσο εὐτελές δηλαδή τό «ψηφοδέλτιο Ἐπικρατείας» στήν σημερινή πολιτική πραγματικότητα. Τόσο εὐτελές (ὅπως ἀποδεικνύεται ἀπό τά τελευταῖα γεγονότα) πού καλό θά ἦταν νά καταργηθεῖ, ὥστε νά πάψει αὐτό τό ἄηθες «ἀλισβερίσι» καί νά καθίσει «κάθε κατεργάρης στόν πάγκο του».
Κι ἄν οἱ ἀρχηγοί θέλουν νά βελτιωθεῖ ἡ δόλια ἡ πολιτική μας σκηνή, ἄς καταργηθεῖ ὁ «σταυρός» καί ἄς ἐπιλέγονται οἱ βουλευτές ἀπό τά μέλη τοῦ κόμματος, ὅπως συμβαίνει σέ πολλές πολιτισμένες δημοκρατίες.