«Καί, ξέρετε, δέν εἴμαστε βέβαιοι ὅτι σέ κάποια πράγματα ἔχουμε δίκιο».
Αὐτό ἀναφερόταν στό χθεσινό μας πόνημα σχετικά μέ τήν μή συμμετοχή μας στήν παλλαϊκή συγκέντρωση γιά τήν τραγωδία τῶν Τεμπῶν. Ἦταν ἡ ἔκφραση τοῦ φόβου πού μᾶς ἐμπνέει ἡ σημερινή σαθρή πολιτική κατάσταση. Τοῦ φόβου γιά τόν ἄκρατο κομματισμό τόν ὁποῖο προσπαθοῦν -καί ἐν μέρει ἔχουν πετύχει- νά περάσουν στούς πολῖτες οἱ σημερινοί ἡγέτες τοῦ πολιτικοῦ μας σκηνικοῦ.
Τοῦ φόβου πού μᾶς διακατέχει μήπως καί παραδώσουμε -ἄθελά μας- αὐτά πού μάθαμε νά πιστεύουμε ἀπό παιδιά, ἀπό τούς δασκάλους μας στά σχολεῖα καί τά πανεπιστήμια. Νά ἀγαπᾶμε τόν ἄνθρωπο, τόν συνάνθρωπο, τήν πατρίδα καί νά σεβόμαστε τούς θεσμούς. Νά ἀγαπᾶμε -καί νά γράφουμε- τήν ἀλήθεια, νά μαχόμαστε γιά τό δίκιο, νά ἐρευνοῦμε, νά ἀποκαλύπτουμε καί, κυρίως, νά στηρίζουμε τά ἐθνικά δίκαια καί τά δίκαια τῶν πολιτῶν.
Περάσαμε ὅλη σχεδόν τήν ζωή μας στό ρεπορτάζ καί στά δημοσιογραφικά γραφεῖα. Ζήσαμε τήν ἐθνική τραγωδία τοῦ ΄74, ἐλπίσαμε πολλές φορές καί εἴπαμε «ξημερώνει μιά καλύτερη μέρα». Καί πάντα -μά πάντα- «κάτι» γινόταν στό τέλος, κάτι συνέβαινε καί, σάν παιδιά γνήσια τοῦ Σίσσυφου, ἀρχίζαμε πάλι νά κυλᾶμε τήν πέτρα πού μᾶς εἶχε καταπλακώσει. Κι ἄλλες πάλι φορές αἰσθανθήκαμε σάν τόν Προμηθέα, δεμένοι μέ ἁλυσίδες στόν βράχο, νά μᾶς τρώει τίς σάρκες «τό σύστημα». Τό σύστημα ἐκεῖνο πού κατάφερε τελικά νά μετατρέψει τήν διακυβέρνηση σέ «ἐξουσία», νά μετατρέψει τούς θεσμούς σέ «ἐργαλεῖα» καί νά ἀφήσει τόν λαό «ἀπ’ ἔξω».
Γι’ αὐτό καί αὐτή ἡ παράγραφος «καί, ξέρετε, δέν εἴμαστε βέβαιοι ὅτι σέ κάποια πράγματα ἔχουμε δίκιο». Καί, καθώς δεχόμασταν τηλεφωνήματα καί μηνύματα ἀπό φίλους γιά νά μᾶς ποῦν ὅτι «στό Σύνταγμα γίνεται ὁ χαμός», ἀρχίσαμε νά καταλαβαίνουμε ὅτι ἴσως θά ἔπρεπε νά ἤμασταν κι ἐμεῖς ἐκεῖ. Δέν μᾶς ἄφησε, ὅμως, αὐτός ὁ φόβος, αὐτή ἡ τραυματική ἐμπειρία γιά τό τί σημαίνει «θεσμοί – ἐργαλεῖα», γιά τό τί σημαίνει «ἄκρατος κομματισμός». Ὁ φόβος ἐκεῖνος τόν ὁποῖο μᾶς ἔχει ἐμφυσήσει ἡ πορεία τῆς χώρας μας τά τελευταία πενῆντα χρόνια. Μιά πορεία γεμάτη ὑποχωρήσεις, γεμάτη ἀπογοητεύσεις, γεμάτη φροῦδες ἐλπίδες, γεμάτη συγκεντρώσεις καί μπαλκόνια, ἀπό τά ὁποῖα τό «σύστημα» ἔμαθε νά ρίχνει συνθήματα, νά πετᾶ στόν ἀέρα ὑποσχέσεις, νά μοιράζει ἐπιδόματα καί «ἔκτακτα», πετυχαίνοντας -δυστυχῶς- πάντα νά κερδίζει παράταση γιά νά ὑπάρχει.
Γνωρίζουμε πλέον καλά ὅτι οἱ θεσμοί στήν Ἑλλάδα κινοῦνται μέσα σέ ἕνα συγκεκριμένο πλαίσιο, ὅτι ἡ πολιτική ἔχει γίνει ἕνα «κλειστό κλάμπ» ἀπό τό ὁποῖο ἔχουν (οἱ περισσότεροι ἑκουσίως) μείνει ἐκτός, ἄνθρωποι πού θά μποροῦσαν πολλά νά προσφέρουν.
Ὅλα αὐτά μᾶς κράτησαν μακρυά ἀπό τήν συγκέντρωση. Ἀπό φόβο, γιά νά μήν γίνουμε «ὄργανο» στά χέρια ἐκείνων οἱ ὁποῖοι κινοῦν τά νήματα στό «σύστημα». Καί εἶναι βέβαιο ὅτι δέν ἤμασταν οἱ μόνοι πού ἐπέλεξαν νά μείνουν σπίτι, ἄν καί εἶναι καί οἱ ἴδιοι συγκλονισμένοι ἀπό τό τραγικό συμβάν καί παρακολουθοῦν μέ σφιγμένη τήν καρδιά τήν πορεία τῆς ὑποθέσεως. Καί, φυσικά, εἴμαστε ἀπέναντι στό «σύστημα».
Μέ αἰτίες καί μέ γεγονότα.