Γιά νά ξεκαθαρίσουμε ἀπό τήν ἀρχή τά πράγματα, εἶμαι ἀπό ἐκείνους πού ψήφισαν «Ὄχι» καί στά δύο δημοψηφίσματα πού εἶχαν νά κάνουν μέ τόν θεσμό τῆς Βασιλείας στήν Ἑλλάδα.
«Ὄχι» (ἀνοιχτά) στό δημοψήφισμα πού διενήργησε ἡ Ἑπταετία (δηλαδή κατά τῆς καταργήσεως τῆς Βασιλευομένης Δημοκρατίας). «Ὄχι» ὡς πράξη ἀποδοκιμασίας τοῦ ἀνελευθέρου καθεστῶτος τῆς 21ης Ἀπριλίου. «Ὄχι» –μέ συμμετοχή στήν ἀντιβασιλική κίνηση– στό δημοψήφισμα τοῦ 1974, δηλαδή ὑπέρ τῆς καταργήσεως τοῦ θεσμοῦ καί τῆς καθιερώσεως τῆς προεδρευομένης δημοκρατίας.
Πίστευα –καί πιστεύω– ὅτι ὁ θεσμός τῆς βασιλείας δέν κατόρθωσε νά ἀποκτήσει ἰσχυρά ἐρείσματα στήν χώρα, ὅπως λ.χ. στήν Σκανδιναβία, στό Ἡνωμένο Βασίλειο, στό Βέλγιο καί τήν Ὁλλανδία. Ἐκεῖ εἶναι, πράγματι, «θεσμός» καί σημεῖο ἀναφορᾶς, ἑνότητος καί συμφωνίας. Ἐδῶ κάτι τέτοιο οὐδέποτε συνέβη. Τόν Κωνσταντῖνο, τελευταῖο βασιλέα τῆς Ἑλλάδος, τόν συνάντησα στό Λονδῖνο. Τήν συνάντηση ὀργάνωσε ὁ ἀείμνηστος φίλος μου (καί δικός του) Ἀνδρέας Ποταμιᾶνος, μέ τόν ὁποῖο συχνά συζητούσαμε τό θέμα τῆς βασιλείας καί ποτέ δέν συμφωνούσαμε! «Πρέπει νά δεῖς τόν βασιλέα, νά σχηματίσεις ἄποψη» μοῦ ἔλεγε. «Μά, δέν ἔχω κάτι ἐναντίον τοῦ προσώπου. Ὁ θεσμός, ὅμως, δέν ταιριάζει στήν Ἑλλάδα» τοῦ ἔλεγα.
Τελικῶς, ὁ Ἀνδρέας ρύθμισε τά πάντα, καί ὁ Κωνσταντῖνος μέ δέχθηκε στό γραφεῖο του, στό ξενοδοχεῖο «Γκρόσβενορ». Ἐκεῖ, λοιπόν, ὅπου πῆγα γιά μία «τυπική» ἐπίσκεψη, ἔμεινα περισσότερο ἀπό δύο ὧρες καί συνομίλησα μέ ἕναν ἄνθρωπο ὁ ὁποῖος μιλοῦσε τά ἑλληνικά πού μιλοῦσε ὁ πατέρας μου, ἦταν πολύ καλά πληροφορημένος γιά ὅ,τι συνέβαινε στήν χώρα καί τόν κόσμο καί, ἐπίσης, ἔτρεφε μεγάλη ἀγάπη στήν θάλασσα, τήν ἱστιοπλοΐα καί παρακολουθοῦσε ἐκ τοῦ σύνεγγυς τά τεκταινόμενα στόν χῶρο τῆς Ναυτιλίας! Μιλήσαμε σχεδόν γιά ὅλα, πλήν τῆς ἱστορίας μέ τό δημοψήφισμα τοῦ ’74 καί τήν τύχη τοῦ θεσμοῦ. Ὅταν προσπάθησα νά ἀνοίξω συζήτηση, ἔκανε ἕνα νεῦμα καί ἀντελήφθην ὅτι δέν τό ἐπιθυμοῦσε…
Τήν δεύτερη συνάντηση τήν ἐπεδίωξα ὁ ἴδιος. Μιλήσαμε γιά τό Κυπριακό. Ἦταν ἀντίθετος πρός ὁποιαδήποτε ἄλλη λύση πλήν ἐκείνης τήν ὁποία ἐπρότεινε ὁ Ὀργανισμός Ἡνωμένων Ἐθνῶν. «Αὐτά πῆγα νά προλάβω τόν Δεκέμβριο» μοῦ εἶχε πεῖ. Μιλήσαμε γιά τά ἑλληνοτουρκικά καί εἶχε τήν βεβαιότητα ὅτι πολύ δύσκολα θά δοθεῖ ἡ δυνατότης γιά εἰρηνική συνύπαρξη μέ τούς Τούρκους. «Ἡ Τουρκία ἔχει προβλήματα ἐσωτερικά καί πάντοτε θά προσπαθεῖ νά τά ξεπεράσει προκαλῶντας θέματα μέ τούς γείτονές της» εἶχε ἀναφέρει. Ἔκτοτε, μιλήσαμε κάποιες φορές στό τηλέφωνο, μοῦ ἔστελνε ἐκείνη τήν χαρακτηριστική «κάρτα» μέ τήν οἰκογένειά του. Τηλεφωνοῦσα πάντα γιά «Χρόνια Πολλά».
Φυσικά, δέν ἄλλαξα ἄποψη περί τοῦ θεσμοῦ. Σχημάτισα, ὅμως, ἄποψη περί τοῦ ἀτόμου. Ἕνας ἄνθρωπος πολιτισμένος, εὐγενής, σπόρτσμαν, ἄριστα ἐνημερωμένος καί προσηνής. Ὅπως καί νά τό δεῖ, ὅπως καί νά τό ψάξει κανείς, ὁ Κωνσταντῖνος ὑπῆρξε πρῶτος πολίτης αὐτῆς τῆς χώρας γιά κάποια χρόνια. Ὑπῆρξε ὁ ἀνώτατος ἄρχων, τόν ὁποῖον, ὅμως, «ἔπιασαν στόν ὕπνο» οἱ «πρωταίτιοι» τῆς 21ης Ἀπριλίου καί κατέλυσαν τήν Δημοκρατία. Ὁ ἴδιος προσπάθησε, ἀνεπιτυχῶς, νά τούς ἀνατρέψει καί ἔχασε τήν ἐξουσία του.
Τό 1974 ἀπεδέχθη τήν ἐτυμηγορία τοῦ λαοῦ. Δέν ἐπεδίωξε νά ἀμφισβητήσει τό ἀποτέλεσμα, δέν ἐπεδίωξε νά διχάσει. Δέν «ἔκανε κόμμα», ὅπως τόν συμβούλευαν κάποιοι «Ἡρακλεῖς τοῦ Στέμματος». Ἦταν καί αἰσθανόταν Ἕλληνας, ἀγαποῦσε τήν πατρίδα του καί ἐπεδίωξε νά μείνει σ’ αὐτήν, ὅταν αὐτό κατέστη δυνατόν.
Δέν προκάλεσε ποτέ, ὑπῆρξε νομοταγής καί «κύριος». Μακάρι νά ἔχει ἐπιτυχῆ ἔκβαση ἡ περιπέτεια τῆς ὑγείας του.
Ἄποψή μου εἶναι ὅτι τοῦ ἀξίζει ἡ τιμή καί ὁ σεβασμός πρός ἕναν ἄνθρωπο, ὁ ὁποῖος ὑπῆρξε ἀνώτατος ἄρχων τῆς Ἑλλάδος. Αὐτό ἐπιτάσσει ὁ πολιτικός καί ὁ κοινωνικός πολιτισμός.