Ὁ Μανώλης Λιδάκης ὑπῆρξε μία ἀπό τίς ὀμορφότερες φωνές πού πέρασαν ἀπό τόν χῶρο τοῦ ἑλληνικοῦ τραγουδιοῦ.
Εἶχα τήν χαρά νά συνεργασθῶ μαζί του (ὡς μουσικός καί στιχοπλόκος) καί μεταξύ μας ὑπῆρξε αὐτό πού λένε «χημεία».
Ἤμουν κάπως μεγαλύτερος, ἀλλά ὅποτε βρισκόμαστε, αἰσθανόμουν κατά πολύ νεώτερος, σχεδόν ἔφηβος. Σ’ αὐτό συνέβαλλε τά μέγιστα ὁ χαρακτῆρας τοῦ Μανώλη, πού σχεδόν πάντα εἶχε κάτι εὐχάριστο νά πεῖ, πάντα εἶχε κάτι νά προσθέσει σέ μιά μουσική φράση. Καί, κυρίως, φλεγόταν ἀπό τήν ἐπιθυμία νά μάθει, νά ἀκούσει ὁτιδήποτε γιά τούς μεγάλους τῆς ἑλληνικῆς μουσικῆς σκηνῆς.
Τά τελευταῖα χρόνια ὁ Μανώλης φερόταν ὡς ἀναχωρητής καί μιλοῦσε, πολλές φορές, μέ γρίφους. Χθές, ὁ σπουδαῖος ἑρμηνευτής, ἄφησε τήν τελευταία του πνοή στήν πατρίδα του, τήν Κρήτη.
Τά τελευταῖα χρόνια ὁ Μανώλης εἶχε ἐγκαταλείψει τήν Ἀθήνα, ἀφήνοντας πίσω φίλους καί συνεργάτες. «Δέν κρατῶ ἐπαφές μέ παλιούς συνεργάτες. Δέν μποροῦν νά μέ βροῦν» εἶχε δηλώσει χαρακτηριστικά τόν περασμένο Ἰούνιο, στήν τελευταία τηλεοτπική παρουσία του, στήν ΕΡΤ.
Τόν Ἰούνιο τοῦ 2021, μέ ἀνάρτησή του στά μέσα κοινωνικῆς δικτυώσεως, ἐνημέρωνε ὅτι ἐγκαταλείπει τήν Ἀθήνα ἐπιστρέφοντας στήν Κρήτη.
«Γειά καί χαρά σας ἀγαπημένοι φίλοι. Ἔπειτα ἀπό τριάντα πέντε χρόνια μακρυά ἀπό τό σπίτι καί τήν οἰκογένειά μου, ἀποφάσισα, γιά προσωπικούς λόγους νά ἐπιστρέψω ἐκεῖ ὅπου γεννήθηκα. Tό πότε καί ἄν ἐπιστρέψω στήν Aθήνα δέν τό γνωρίζω. Ἀπό ἐδῶ πλέον θά ἐργάζομαι δισκογραφικά…
»Ἔχουμε ὅλα τά μέσα καί μουσικούς ὑψηλοῦ ἐπιπέδου. Eὐχαριστῶ τήν Aθήνα γιά ὅλα αὐτά πού μοῦ πρόσφερε. Τελειώνω σύντομα ἕνα single καί σᾶς τό ἀφιερώνω. Nα ἔχετε ὑγεία. Μανώλης Λυδάκης» ἀνέφερε σέ ἀνακοίνωσή του.
Γιά τόν Λυδάκη μοῦ εἶχε μιλήσει μέ τά καλύτερα λόγια ὁ φίλος Γιάννης Μαρκόπουλος, πού ἔβλεπε στόν νεαρό στοιχεῖα ἀπό τήν παράδοση τῆς κρητικῆς μουσικῆς, ἡ ὁποία τόν συνήρπαζε. Ὁ Μανώλης τραγούδησε στό «Ρεπορτάζ» τοῦ Μαρκόπουλου καί αἰσθανόταν ὅτι αὐτή ἦταν ἴσως ἡ πιό σπουδαία μουσική του ἐμπειρία. Ὅταν ἔφυγε ὁ Μαρκόπουλος ἀπό τήν ζωή, ὁ Μανώλης τόν ἀποχαιρέτησε μέ τήν ἀκόλουθη ἀνάρτηση στό διαδίκτυο:
«Ἡ ἀλήθεια, φίλοι μου, εἶναι ὅτι εἴμαστε ὀλίγον νεκρόφιλοι. Ὅσο ἔχουμε κάποιον κοντά μας τόν ἀγνοοῦμε. Ὁ Μιχάλης Ἀεράκης μέ ἐνημέρωνε καθημερινά γιά τήν ὑγεία τοῦ Γιάννη Μαρκόπουλου. Κανείς δέν μετέδιδε τήν ὑπέροχη μουσική του, κι ἔφυγε μέ παράπονο. Τώρα καθημερινά ἀκούω νά παίζουν τήν μουσική του παντοῦ»…
Ἕνα βράδυ, πολύ ἀργά, μοῦ τηλεφώνησε στό σπίτι. «Μῆτσο, ἔλα γρήγορα στό Sierra (σημ. συντ: τό στούντιο τῶν ἠχογραφήσεων). Τί ἔγινε; Πιάσατε φωτιά;» ρώτησα ἀστειευόμενος. «Δέν εἶναι γιά ἀστεῖα. Ὁ Γιῶργος πάει νά σοῦ ἀλλάξει τόν στίχο» μοῦ λέει. Ὁ Γιῶργος Μακράκης ἦταν ὁ παραγωγός τοῦ δίσκου πού ἔγραφε ὁ Μανώλης καί περιελάμβανε κι ἕνα τραγούδι σέ μουσική Σεκόντου Μπουχάγερ καί δικό μου στίχο. «Καί τί ἀλλάζει Μανώλη;» τοῦ λέω. «Τά ἀσίγαστα πάθη» πάει νά στά κάνει «ἀτέλειωτα» μοῦ λέει μέ τρόμο! «Δέν βαριέσαι, Μᾶνο. Πάθος νά ἔχουμε κι ἄς εἶναι ἀτέλειωτο ἀντί γιά ἀσίγαστο» τοῦ εἶπα. Κι ἔτσι, τό «εἶσαι γεμάτη ἀσίγαστα πάθη» ἔγινε «ἀτέλειωτα πάθη», κι ὁ Μανώλης ἔκανε τόν δίσκο «χρυσό»…