Τό καλοκαίρι τοῦ 1971, φοιτητές ἀκόμη, ἀναζητούσαμε ἐργασία. Εἴχαμε σκαρώσει ἕνα καλό μουσικό σύνολο καί ὁ μάνατζέρ μας, μεγάλος σήμερα ἐφοπλιστής καί ἰδιοκτήτης ΜΜΕ, μᾶς ἔκλεισε ἐμφανίσεις στό Κέντρον Διασκεδάσεως «Οἱ Κληματαριές», στό κέντρο τοῦ Ἀγρινίου.
Ἐκεῖ, θά συνοδεύαμε τόν Ἀνδρέα Μακούλη, ἀδελφό τοῦ μεγάλου Τζίμη Μακούλη. «Μά, ἐμεῖς παίζουμε ρόκ» ἔσπευσα νά πῶ. «Ρόκ, ἀλλά τρία κατοστάρικα τήν βραδυά, μεταφορικά καί ξενοδοχεῖο στήν πλατεῖα, καλά εἶναι» ἀπεφάνθη ὁ μάνατζερ, πού ἀπό τότε δέν ἔλεγε πολλά, καί ἀπεδείχθη ὅτι εἶχε δίκιο.
Ἔτσι, συνοδεύαμε τόν Ἀνδρέα νά τραγουδᾶ «Τσιγγάνα καρδιά» καί στά διαλείμματα παίζαμε καί κανένα «ροκάκι». Μᾶς ἄκουσε ἕνα βράδυ ὁ ἐπιχειρηματίας Κανατᾶς, μᾶς προσέφερε τήν διπλάσια ἀμοιβή καί, ὡς γνήσιοι ἐπαγγελματίες, ἀποχαιρετήσαμε τίς «Κληματαριές» καί ἀρχίσαμε ἐμφανίσεις στό Πάρκο τοῦ Ἀγρινίου, προσθέτοντας στό δυναμικό μας τόν ντόπιο καλλιτέχνη (σπουδαῖο μουσικό), τόν ἀξέχαστο Νῖκο Μπέλο. «Θέλω κι ἕναν τραγουδιστή» μᾶς εἶπε ὁ Κανατᾶς, ἀλλά ἤμασταν ἤδη πέντε. Μέ συνοπτικές διαδικασίες ἀποφασίσθηκε νά ἀφήσω τά πλῆκτρα καί νά γίνω «σόλο τραγουδιστής». Κι ἔτσι, ἐκτελοῦσα χρέη …Μίκ Τζάγκερ, ἀφοῦ πλέον παίζαμε ρόκ καί εἴχαμε κάθε βράδυ περισσότερα ἀπό χίλια ἄτομα, κάθε ἡλικίας, στό πάρκο, λές καί παίζαμε στό …Γοῦντστοκ!
Κάποια στιγμή, ὁ ἐπιχειρηματίας μᾶς ἔφερε μιά κυρία, ἡ ὁποία «θά ἔλεγε καί μερικά λαϊκά στό ἐνδιάμεσο.» Ἔτσι, ἡ κυρία Πάολα (αὐτό ἦταν τό καλλιτεχνικόν της) τραγουδοῦσε μαζί μας κάποια τραγούδια, ἀλλά ὄχι τόσο λαϊκά. Δηλαδή τό πιό σουξέ ἦταν τό «Κρῖμα τό μπόι σου» τοῦ Γιώργου Χατζηνάσιου.
Ἕνα βράδυ, σπεύδει Κανατᾶς, κάθιδρος, στό πάλκο. «Εἶναι ἐδῶ ὁ Γιάννης Κατσάμπας» μοῦ λέει. «Ποιός εἶναι αὐτός;» ἐρωτῶ. «Δέν ξέρεις τά Κατσαμπάκια; Εἶναι ὁ ἕνας ἀπό τούς δύο! Φώναξέ τον σέ λίγο νά πεῖ κάνα τραγούδι»…
Ἐνημερώνω τό γκρούπ, πού ἄκουγε στό ἰταλικό ὄνομα «Baronetti» περί τοῦ ἡμίσεος τῶν Κατσαμπαίων. Ὁ Μπέλος, ὡς ἐντόπιος, τούς γνώριζε καλά. «Μεγάλοι καλλιτέχνες. Πές του νά ἀνέβει καί πιάστε τό “Μαργαρίτα” τοῦ Πρίσλεϋ.» Θυμόμουν ὅτι τό κομμάτι τό παίζαμε μέ τόν –διάσημο σήμερα καλλιτέχνη στό Βέλγιο– συμμαθητή μου Φώτη Ἰωαννᾶτο καί κάθισα στό «Hammond», πού εἴχαμε πάρει δανεικό ἀπό τόν γαμπρό τοῦ κιθαρίστα μας.
Ἐν μέσῳ θυέλλης χειροκροτημάτων ἀνεβαίνει στό πάλκο ὁ Γιάννης Κατσάμπας, μέ λευκό πουκάμισο, μαῦρο πανταλόνι καί τό μαλλί «στήν τρίχα», παίρνει τήν κιθάρα καί ὁ Μπέλος τοῦ λέει: «Μαργαρίτα».
Καί γίνεται ἕνα σώου πού δέν εἶχα ξαναζήσει! «Ἔλ ποροπομπέρο», «Σόι σολδάδο ντέ λά βίτα», «Μαλακγένια», «Γρανάδα», ὅ,τι θυμόμουν κι ὅ,τι μοῦ ζητοῦσε τό παίξαμε. Κι ἀπό κάτω παραλήρημα! «Ποῦ τά ξέρεις αὐτά;» μέ ρωτάει ὁ ντράμερ μας, Μάκης Φαναριώτης. «Δέν τά ξέρω, τώρα τά ἔμαθα!» ἀπαντῶ…
Ἔτσι ἄρχισε ἡ γνωριμία μέ τούς ἀδελφούς Κατσάμπα! Καί ἡ φιλία μας παρέμεινε δυνατή γιά πολλά χρόνια! Ἀργότερα, ὡς δημοσιογράφος, εἶχα πάντα μόνο «καλά» νά γράφω γι’ αὐτούς. Τούς θεωροῦσα ἕνα ἀπό τά καλύτερα «ντουέτα» στόν κόσμο.
Κι ὅπως μᾶς εἶπε ἐκεῖνο τό βράδυ ὁ Γιάννης Κατσάμπας, πού ἔφυγε προχθές γιά τό μεγάλο ταξίδι, εἶχαν ἐμφανισθεῖ καί τραγουδήσει πλάι στόν μεγάλο Ἔλβις Πρίσλεϋ, στήν ταινία: «Ξεφάντωμα στό Μεξικό».
Οἱ ἀδελφοί Κατσάμπα ἄφησαν τό δικό τους σημάδι στήν ἑλληνική δισκογραφία. Τούς ἀγαπήσαμε, τούς ἀγαπᾶμε καί τούς θαυμάζουμε. Στόν Γιῶργο, τό «ἄλλο μισό» τοῦ Γιάννη, κάθε μας εὐχή καί ὅλη μας τήν ἀγάπη.