Μέσα σέ τόσους θανάτους, πολιτικῶν, ἐπιχειρηματιῶν καί λοιπῶν ἐπιφανῶν προσωπικοτήτων τῆς κοινωνίας καί τοῦ ἐπιχειρεῖν, ἔφυγε -ἀθορύβως, κρυφίως σχεδόν- κι ἕνας ποιητής!
Ναί, ὅσο καί ἄν αὐτό ἀκούγεται παράταιρο, ὅσο κι ἄν ἡ λέξη «ποιητής», ὡς λέξη καί ὡς ἰδιότης, ἀκούγεται σάν τριγμός ὑπόκωφος, βαριᾶς, σιδερένιας πόρτας μοναστηριοῦ, πού γογγύζει ἀπό τήν ἀλαδωσιά καί τόν καιρό… Μά, ὅμως, ὁ Μιχάλης Γκανᾶς ἦταν ποιητής! Διατί νά τό κρύψωμεν, ἄλλως τε; Νά ἀρνηθοῦμε ὅτι στήν ἐποχή μας ὑπάρχουν ἀκόμη ἐπιζῶντες ποιητές; Νά ἀποκρύψουμε τήν ἀλήθεια, πού λέει ὅτι ὁ Μιχάλης Γκανᾶς, πού γεννήθηκε στόν Τσαμαντᾶ τῆς Θεσπρωτίας (ἐκεῖ κοντά καί ἡ Πρέβεζα τοῦ Καρυωτάκη), ἔφυγε ἀπό τόν μάταιον ἐτοῦτον κόσμο στά ὀγδόντα του ὡς ποιητής; «Νέος, σχετικά», γιά τούς ἀνθρώπους πού τόν ἔζησαν καί τόν ἐδιάβασαν. Νεώτατος, γιά ἐκείνους πού ἀγάπησαν τό ἔργο του καί, κυρίως, τόν τρόπο μέ τόν ὁποῖον κινήθηκε σέ ὅλη του τήν διαδρομή.
Κάποιοι θά τόν ἔλεγαν «σεμνό», ἀλλά δέν εἶναι «σεμνοί» ἐκεῖνοι πού δέν ἐπιθυμοῦν νά ἀνακατευτοῦν μέ τόν χυλό, τό κύριο δηλαδή χαρακτηριστικό τῆς ἐποχή μας.
Θά τούς ἀποκαλοῦσα «σοβαρούς». Γιατί αὐτό πού λείπει ἀπό τό «πνευματικό γίγνεσθαι» τοῦ σήμερα εἶναι ἡ σοβαρότης!
Βεβαίως, ὁ Μιχάλης Γκανᾶς, πού σπούδασε νομικά, ἀλλά δέν τόν ἐνδιέφερε αὐτή ἡ ἐπιστήμη, καθώς «τόν ἔτρωγε τό χέρι του νά μουντζουρώνει χαρτιά», ὅπως ἔχει ὁ ἴδιος πεῖ, δέν θά γινόταν «εὐρέως γνωστός», ἄν κάποιοι τραγουδοποιοί δέν ἐπένδυαν μέ νότες μερικά ἀπό τά ἐξαίσια ποιήματά του. Μπορεῖς νά τόν πεῖς καί «στιχουργό», ἀλλά μήπως καί ὁ Γκάτσος ὡς τέτοιος δέν ἔγινε «εὐρέως γνωστός»;
Ὁ Μιχάλης Γκανᾶς, λοιπόν, ἔγραψε καί στίχους γιά (πολλά) τραγούδια. Ἀλλά ἔγραφε σάν ποιητής. Μετρῶντας λέξεις καί γράμματα. Ἰδού ἕνα δεῖγμα, τό τραγούδι «Τό τσάμικο τσακίστηκε», πού μελοποίησε ὁ ἀξέχαστος φίλος μου καί (ἐν μουσικῇ) συνεργάτης Νῖκος Ἀντύπας.
«Γραμμή τά μεροκάματα καί μιά φορά τό μῆνα, Σάββατο βράδυ πήγαινες ν’ ἀκούσεις τά κλαρῖνα». Σκεφτείτε τήν εἰκόνα τοῦ ἐπαρχιώτη μεροκαματιάρη, στόν «Ἔλατο» τοῦ Μεταξουργείου…
«Ἐσύ, κλαρῖνο τρίκλωνο καί ντέφι ραγισμένο, τό τσάμικο τσακίστηκε καί ζεῖ σακατεμένο». Ναί, τσακίστηκε τό τσάμικο, μπερδεύτηκε ὁ ρυθμός μέ τά βύσματα καί τά καλώδια!
«Πῶς χώρεσε τόση ζωή σέ ἄβολα δυάρια. Κι ἐσύ μετρᾶς τήν ἅπλα της σέ δόσεις καί γραμμάρια». Νά καί ἡ ἄλλη εἰκόνα, ἀνάγλυφη, τοῦ σημερινοῦ Μεταξουργείου.
«Ἐσύ, θαμπό σαξόφωνο καί ντράμς δαιμονισμένο, ποιόν οὐρανό μοῦ σκάβετε κι ἐγώ τόν κατεβαίνω;». Θάμπωσε ἡ ζωή καί μᾶς πάει ὅλο καί πιό κάτω…
«Λειψά τά μεροκάματα καί βράδυ παρά βράδυ, μ’ ἕνα βαρύ ζεϊμπέκικο κατέβαινες τόν Ἄδη». Ἡ ρουτίνα τοῦ μεροκαματιάρη ἐπαρχιώτη, πού κόλλησε στήν ἄσφαλτο τῆς Ἀθήνας.
«Ἐσύ, μπουζούκι μπρούντζινο καί μπαγλαμᾶ ταξίδι, εἶν’ ὁ καημός μου θάλασσα, κλεισμένη σ’ ἕνα στρείδι»…
Ὁ Μιχάλης Γκανᾶς, λοιπόν, ἦταν ποιητής. Τόν ἀποχαιρετῶ, διαβάζοντας τήν αὐτοβιογραφία τοῦ Γιώργου Χρονᾶ.
Γι’ αὐτήν θά μιλήσουμε, ἐκτενῶς καί λεπτομερῶς, σύντομα…