Δέν πῆγα ποτέ μου σέ «λαϊκό προσκύνημα».
Πέρασα μόνο ἐμπρός ἀπό τό φέρετρο τοῦ Πατριάρχη Δημητρίου, στό Φανάρι. Τήν Δευτέρα, ὅμως, θά πάω νά ἀποχαιρετήσω, στό παρεκκλήσιο τῆς Μητροπόλεως, τόν Μίμη Δομάζο.
Θά πάω νά ἀποτίσω φόρο τιμῆς στά νιάτα μας, στό ξεκίνημά μας, στίς πρῶτες μας ἀγάπες, στό κορίτσι μου, πού μαζί πηγαίναμε στά γήπεδα, στούς συναδέλφους ἀπό τήν ἐφημερίδα στήν ὁποία πρωτάρχισα τήν δημοσιογραφία, οἱ περισσότεροι ἀπό τούς ὁποίους ἔχουν ἤδη ὑποδεχθεῖ τόν «κοντό» στό Γουέμπλεϋ τοῦ οὐρανοῦ…
Εὐτυχής πού γνώρισα τόν Μίμη Δομάζο, πού εἶχα τήν τύχη νά μιλῶ μαζί του, πού εἶχα τήν εὐτυχία νά τόν ἀπολαύσω ἀγωνιζόμενο, στήν «ἐποχή τῆς ἀθωότητας»…
Δέν πάει ἕνας μῆνας πού συναντηθήκαμε στόν ἡμιώροφο τοῦ «Ἰανοῦ», στήν παρουσίαση τοῦ βιβλίου τοῦ Γιάννη Ἀλεξίου. Ἦταν ἐκεῖ, μαζί μέ τόν ἀχώριστο φίλο του Ἀντώνη Ἀντωνιάδη καί τόν ἀγαπημένο του Τότη Φυλακούρη. Ἦταν ἐκεῖ, γιά νά μιλήσει περί ποδοσφαίρου, γιά τό σπόρ πού λάτρεψε στήν ζωή του, μετά τίς δύο θυγατέρες του. Ἦταν ἐκεῖ, γιά νά μοῦ πεῖ, γιά μία ἀκόμη φορά, «γειά σου μικρέ, πού ἄσπρισες πρίν ἀπό ἐμᾶς τούς μεγάλους», καί γελοῦσε μέ νόημα, καθώς χάιδευε τό ἐλάχιστο τριχωτό τῆς κεφαλῆς του…
Μιά φορά, στήν παραλία τῆς Ἀναβύσσου, παίζαμε μπάλλα, μέ μιά παρέα. Πενηντάρηδες καί βάλε ἐμεῖς, τρέχαμε μέ τήν ψυχή στό στόμα. «Μέ παίζετε;» μᾶς εἶπε ξαφνικά ὁ Δομάζος, πού ἔκανε τά μπάνια του.
Προσπάθησα νά τόν μαρκάρω –ἐκεῖνος ἦταν περασμένα τά ἑξήντα– ἀλλά μάταια. Κάποια στιγμή πῆγα νά τόν τζαρτζάρω, ἀλλά τό σῶμα του ἦταν ἀπό σίδερο!
Αὐτός ἦταν, ὥς τό τέλος, ὁ Μίμης Δομάζος. Ἕνα μεγάλο παιδί, πού πέρασε ἀπό τό ποδόσφαιρο καί ἔχτισε ὄνομα βασιζόμενος μόνο στά προσόντα του. Δέν ἦταν ὁ «ὡραῖος» Λάκης Πετρόπουλος, δέν ἦταν ὁ «κοῦκλος» Στάθης Μανταλόζης, δέν ἦταν ὁ «γόης» Κώστας Λινοξυλάκης. Ἦταν ὁ «κοντός» τοῦ ποδοσφαίρου, πού ὅσο μπόι τοῦ ἔλειπε, τόσο ἀνάστημα εἶχε!
Μεσουράνησε ἐπί εἴκοσι χρόνια, πάντοτε ὡς ἀρχηγός, πάντοτε ὡς «στρατηγός». Ἔφτανε νά σηκώσει τό βλέμμα γιά νά δεῖ ποῦ ἔπρεπε νά στείλει τήν μπάλλα. Καί, σάν νά εἶχε ἀπό τότε ἐφεύρει τήν τεχνητή νοημοσύνη, τῆς ἔλεγε «ἐκεῖ θά πᾶς», καί ἡ μπάλλα, ὑπάκουη, πήγαινε, χωρίς δεύτερη κουβέντα!
«Συστημένες» οἱ μπαλλιές στό κεφάλι τοῦ γίγαντα ἀπό τά καπνοχώραφα τῆς Ξάνθης, Ἀντώνη Ἀντωνιάδη. «Νά πᾶς νά κάνεις μπαλλέτο» εἶπε τοῦ «ψηλοῦ» ὁ «κοντός». Κι ἐκεῖνος, δύο μέτρα ἄντρας, πῆγε κι ἔκανε «πά ντέ ντέ» καί ἀσκήσεις γιά τήν μέση. Κι ἔγινε ὁ μεγάλος σκόρερ, ἐπειδή εἶχε μάθει τό παιγνίδι τοῦ «στρατηγοῦ» καί βρισκόταν πάντα στό κατάλληλο σημεῖο. Πειραχτήρι ἀλλά καί τζώρας, μποροῦσε νά τιμωρήσει ὅποιον δέν ἄκουγε τίς ἐντολές του στό γήπεδο. Εἶχε τόν δικό του, πολύ ἁπλό, τρόπο. Δέν τοῦ ἔδινε τήν μπάλλα! Καί, γιά νά ξέρουμε περί τινος ἐπρόκειτο, ὅλες οἱ μπαλλιές περνοῦσαν ἀπό τά δικά του, μαγικά, πόδια.
Ὁ «στρατηγός» τοῦ Παναθηναϊκοῦ καί τῆς Ἐθνικῆς Ἑλλάδος δέν εἶναι πιά ἐδῶ. Ἀλλά θά μείνει στήν ἱστορία τοῦ ἑλληνικοῦ ποδοσφαίρου, ὅπως ἔμειναν στήν ἱστορία ἄλλες μεγάλες μορφές. Ὁ Πούσκας, ὁ Ντί Στέφανο, ὁ Μπόμπι Τσάρλτον, ὁ Ντένις Λόου, ὁ Πελέ. Στό καλό, αἰώνιε ἔφηβε. Εὐτυχεῖς πού σέ ἀπολαύσαμε…