Δέν ὑπάρχει καλοκαίρι πού νά μήν ὑποδεχθῶ φίλους ἀπό τό ἐξωτερικό. Συγγενεῖς (εἴμαστε μεγάλα σόγια, διασκορπισμένοι σέ Εὐρώπη, ΗΠΑ μέχρι καί Μαδαγασκάρη), φίλους ἀλλά καί καλούς συναδέλφους.
Μπορεῖ σέ ἐμᾶς νά φαίνεται περίεργο, ἀλλά γιά πάρα πολλούς μιά ἐπίσκεψη στήν Ἑλλάδα θεωρεῖται προσκύνημα. Ἐμεῖς, πού ἔχουμε καθημερινά στό πιάτο ὅλους αὐτούς τούς θησαυρούς, δέν μποροῦμε νά αἰσθανθοῦμε τήν συγκίνηση τοῦ ἐπισκέπτη, ὅταν βαδίζει τήν Διονυσίου Ἀρεοπαγίτου καί κατευθύνεται πρός τό ὡραιότερο κομμάτι τοῦ κόσμου, ὅπως μοῦ ἔχουν πεῖ πολλοί φίλοι, οἱ ὁποῖοι ἐπισκέπτονται τήν Ἀκρόπολι καί προσκυνοῦν τόν Παρθενῶνα.
Εἶναι, ὅμως, κρῖμα, νά ὑπάρχει στό κέντρο τῆς Ἀθήνας μιά εἰκόνα πού δέν τιμᾶ τήν πόλη, τούς Ἕλληνες, τούς Ἀθηναίους, ὅσους, τέλος πάντων, ἔχουμε σχέση μέ τήν πόλη τῆς Ἀθηνᾶς, κοιτίδα τῆς ὀμορφιᾶς καί τῆς χάριτος μιᾶς ἐποχῆς ἀνεπανάληπτης.
Σάββατο βράδυ, βγαίνω ἀπό τό μετρό στήν πλατεῖα Συντάγματος, μέ κατεύθυνση τό Μουσεῖο Ἀγγελικῆς Χατζημιχάλη, προκειμένου νά παραστῶ στά ἐγκαίνια μιᾶς πολύ ἐνδιαφέρουσας ἐκθέσεως, μέ θέμα τίς παραδοσιακές φορεσιές.
Ἔχω καιρό νά περπατήσω τήν πλατεῖα. Συνήθως τήν διασχίζω βιαστικά, πρωί, γιά νά κάνω τά ραντεβού μου στήν Στοά Σπυρομήλιου, πού σήμερα ἀποκαλεῖται city link.
Τώρα εἶναι σούρουπο, ἡ πλατεῖα εἶναι ὑποφωτισμένη, κοιτάζω νά βρῶ τό ὄμορφο χάλκινο Ζαρκάδι ἀλλά εἶναι σχεδόν χαμένο. Κάποιος ἀπαράδεκτος ἔχει στήσει πίσω ἀκριβῶς ἕνα ρυπαρό ξύλινο κιόσκι, παρατημένο. Σκηνικό ντεκαντάνς.
Λίγο πιό πέρα, τό «Παιδί μέ τά σταφύλια», ἔργο τοῦ μεγάλου Τήνιου γλύπτη Δημητρίου Φιλιππότη, ἀσφυκτιᾶ, ὁ «Ἑρμῆς ἀναπαυόμενος» μᾶλλον δέν αἰσθάνεται τόσο ἄνετα (εἶναι ἀντίγραφο, καθώς τό πρωτότυπο ἔργο, δωρεά τοῦ φιλέλληνος λόρδου Blute… ἀγνοεῖται), ὁ «Παλαιστής» μᾶλλον δέν ἀναπνέει καλά μέσα στά πλατανόφυλλα ἐνῷ ὁ «Δρομεύς», ἀντίγραφο ἑνός ἀπό τά ἀγάλματα πού βρέθηκαν στήν Πομπηΐα καί εἰκάζεται ὅτι εἶναι ἔργο τοῦ Λυσίππου, δέν δείχνει διάθεση νά τρέξει.
Ρυπαρό, φαιό, ἀπό τήν «ἀπλυσιά» καί τό συντριβάνι τῆς πλατείας, πρός τήν ὁδό Ὄθωνος. Νά μέ συμπαθᾶτε, ἀλλά ἡ κεντρικότερη πλατεῖα τῶν Ἀθηνῶν, τό «κέντρον τοῦ κέντρου», μᾶλλον ἔχει τά χάλια του! Εἶναι, ὅμως, δυνατόν, νά μήν τό γνωρίζουν οἱ ἁρμόδιοι τοῦ Δήμου Ἀθηναίων; Ἄς περάσει μιά βόλτα, σούρουπο, ὁ δήμαρχος καί τό ἐπιτελεῖο του, καί ἄς δεῖ μιά πλατεῖα μελαγχολική, δίχως «ἀνάσες» καί, δυστυχῶς, ἀκάθαρτη!
Εἶναι τόσο δύσκολο νά «τριφτοῦν» τά μάρμαρα τῶν συντριβανιῶν καί νά λάμψουν; Εἶναι τόσο δύσκολο νά φύγουν τά κιόσκια; Εἶναι τόσο δύσκολο νά περνᾶ κάποιος ὑπάλληλος τοῦ Δήμου καί νά ἐπισημαίνει τά προβλήματα τῆς πλατείας;
Ἄς μοῦ ἐπιτραπεῖ νά ὁμιλήσω ἐκ πείρας. Ὅλα, τά πάντα, εἶναι θέμα προσώπων. Δέν γίνεται τίποτε ὅταν τό ἀναλαμβάνει ἡ Ὑπηρεσία ἤ οἱ σύμβουλοι ἤ τό προσωπικό. Ὑπάρχει ἄμεση ἀνάγκη νά ἔχει ἰδία ἄποψη ἡ κορυφή, οἱ ἐντολές της νά ἐκτελοῦνται ἀμέσως καί νά πληροφορεῖται σέ ἐλάχιστο χρόνο τό ἀποτέλεσμα.
Ἡ Ἀθήνα δέν εἶναι μία ὁποιαδήποτε πόλη. Εἶναι, σήμερα, ἐκείνη πού ἦταν πρίν ἀρκετά χρόνια. Ξαναγίνεται «must» προορισμός καί ὀφείλουμε νά τήν διατηροῦμε σέ ἄριστη κατάσταση. Γιά ἐμᾶς, φυσικά, πρῶτα καί ἔπειτα γιά ὅλον τόν κόσμο.