Εἶχα χθές μιά σημαντική συνάντηση στήν Ἀθήνα
Τό ραντεβού ἦταν γιά τίς δώδεκα καί μισή στήν ὁδό Κανάρη. Κίνηση μία ὥρα πρίν, ἀπό τό σπίτι, κάθοδος πεζῆ μέχρι τόν σταθμό τοῦ «Ἠλεκτρικοῦ» στό Νέο Φάληρο. Διαδόχου Παύλου (ἤ Παπαναστασίου), Τζαβέλα καί δρόμο πρός τόν σταθμό. Περπατώντας, ἀντιλαμβάνεσαι ὅτι ἡ ζέστη ἀρχίζει νά ἀγγίζει τά ἐπίπεδα Ἰουλίου. Ὡστόσο προλαβαίνεις νά φθάσεις στήν «παραλιακή» καί νά περάσεις ἀπέναντι. Ἐκεῖ ὅπου βρίσκεται μιά κυλιόμενη σκάλα, ἡ ὁποία λειτουργεῖ κατά περιόδους, δύο μή κυλιόμενες κλίμακες, πολλῶν σκαλοπατιῶν, τό ἀφημένο στήν τύχη του μεταλλικό γλυπτό τοῦ Ἀποστόλου Φανακίδη μέ τίτλο «Κυματισμός» καί ἕνας πανβρώμικος ἀνελκυστήρας, ὁ ὁποῖος ὁδηγεῖ στό ἰσόγειο, τόν α΄ ὄροφο καί τό ὑπόγειο.
Ἀνεβαίνω σιγά-σιγά τά σκαλιά, εἶναι ἕνας τρόπος δῆθεν γυμναστικῆς, φθάνω στήν κορυφή, περνῶ τόν ἔλεγχο τῶν εἰσιτηρίων καί βρίσκομαι ἀπέναντι σέ μιά ἄλλη κυλιόμενη κλίμακα, ἡ ὁποία, ὡς συνήθως, δέν λειτουργεῖ! Ἀποφεύγω νά στρέψω τήν κεφαλή ἀριστερά, ὅπου τό σημερινό «γήπεδο Καραϊσκάκη», πού ἀντικατέστησε τό ὁμώνυμο Στάδιο, ὅπου γυμνάζονταν οἱ ἀθλητές τοῦ κλασσικοῦ ἀθλητισμοῦ ἐπί δεκάδες χρόνια καί ἀγωνιζόταν καί ὁ ἱστορικός Ἐθνικός Πειραιῶς, ὁ ὁποῖος ἐξεδιώχθη βιαίως ἐν μιᾷ νυκτί καί ἔκτοτε περιφέρεται ὡς ἄστεγος δῶθε-κεῖθε. Καί, ὡς ἦτο φυσικόν, οὐδέποτε ἔγιναν πράξη οἱ «εὐχές» καί οἱ «ὑποσχέσεις» τοῦ τότε ἐπί κεφαλῆς τῆς Ἀνωνύμου Ἑταιρείας στήν ὁποία παρεχωρήθη τό νεοανεγερθέν γήπεδο. Καί ὁ περί οὗ ὁ λόγος εἶχε τάξει λαγούς μέ πετραχήλια, καί κυρίως στάδιο γιά τούς ἀθλητές τοῦ στίβου παραπλεύρως τοῦ ὑπερσύγχρονου ποδοσφαιρικοῦ γηπέδου, τό ὁποῖον τοῦ παρεχωρήθη μέ συμφωνία τῶν κομμάτων στό Κοινοβούλιο!…
Κι ἐκεῖ πού περιμένω τόν συρμό, νά στό τηλέφωνο ὁ Παντελῆς. «Δές μήπως ἔχουν κλείσει τό Σύνταγμα, γιατί ὅλη ἡ Ἀθήνα ἔχει κλείσει γιά τόν Μακρόν» μοῦ λέει…
Ψάχνω τόν κατάλογο τῶν τηλεφώνων, ἀλλά τό ὄνομα «Μακρόν» δέν ὑπάρχει. Τόν φίλο μου τόν Μάκρα, τόν γιατρό, βλέπω, τόν Μακρῆ τόν δικηγόρο. Τήν Μακρῆ τήν φίλη μου ἀλλά «Μακρόν» πουθενά. Συνειδητοποιῶ ὅτι δέν ἔχω τηλέφωνο Μακρόν καί τηλεφωνῶ στόν φίλο πού μέ περιμένει στήν Ἀθήνα. «Ἔλα, ἐγώ ἔχω καθίσει ἤδη καί προμένω τόν καφέ» μοῦ λέει. Ἐκπλήσσομαι εὐχάριστα. «Καλά, δέν ἔχει κλείσει ἡ Ἀθήνα γιά τόν Μακρόν;» ἐρωτῶ σάν νά μήν τό πιστεύω! «Καί βέβαια ἔχει κλείσει, ἀλλά ὄχι γιά τό μετρό. Κι ἐγώ μέ τό μετρό κατέβηκα ἀπό τό Μαρούσι» μοῦ λέει καί μέ καθησυχάζει…
Ὁ συρμός φθάνει, μπαίνω τελευταῖος, ἀφήνοντας ἀποστάσεις ἀπαιτούμενες καί στέκομαι δίπλα στήν πόρτα. «Καθίστε» μοῦ λέει ἕνας νέος ἄνδρας. «Εὐχαριστῶ, προτιμῶ ὄρθιος» τοῦ λέω. Παρατηρῶ ὅτι ὅλοι φοροῦν τήν μάσκα τους καί τηρεῖται ἡ ἐντολή γιά τήν μία θέση πού πρέπει νά μένει κενή. Μοσχᾶτο, Καλλιθέα, Ταῦρος, Πετράλωνα καί ὁ συρμός καλπάζει πρός Θησεῖο. Παρατηρῶ τά πέτρινα τοιχία ἑκατέρωθεν τῶν γραμμῶν τοῦ ἠλεκτρικοῦ σιδηροδρόμου. Ρυπαρότατα, μέ ἀκαλαίσθητα, ξενικά «γκράφφιτι», τό ἕνα ἐπάνω στό ἄλλο. Ἐντοπίζω καί μιά ἐπιγραφή κατά τῶν ἐμβολίων! Ἄθλια εἰκόνα, πλάι στά διάσπαρτα ἀρχαῖα, σημάδια τῆς πολύτιμης παρακαταθήκης πού μᾶς ἄφησαν. Κατεβαίνω στό Σύνταγμα καί τόν ἀνταμώνω. «Καλά, ἦρθε ὁ Μακρόν καί δέν ἔκλεισε ἡ Ἀθήνα;» τόν ἐρωτῶ. «Ἔ, τώρα μέ τίς νέες συμμαχίες, ἀναθεωροῦνται πολλά» μοῦ λέει, καί γελᾶμε μέ τήν καρδιά μας…