«Ἔλα νά δεῖς, νά γελάσεις» μοῦ λέει ὁ φίλος, καί κάθομαι δίπλα του, νά δῶ στήν ὀθόνη τοῦ ὑπολογιστῆ του τό ἀστεῖο.
Μοῦ δείχνει τόν ὑπουργό Μεταφορῶν Χρῆστο Σταϊκούρα, ντυμένο «ἐπαρχιώτικα», δηλαδή μέ ὀλίγον ἀταίριαστο πανταλόνι καί ἕνα δῆθεν μπλαίηζερ σακάκι, νά συνομιλεῖ μέ ἕναν νεαρό ρεπόρτερ, ἔξω ἀπό ἕναν σταθμό τοῦ μετρό τῆς Θεσσαλονίκης.
Ὁ ρεπόρτερ ἰσχυρίζεται ὅτι «βρῆκε τυχαῖα» ἐκεῖ τόν ὑπουργό καί τοῦ ζητᾶ «νά μᾶς πληροφορήσει πῶς βγάζουμε εἰσιτήριο.» Ὁ ὑπουργός ἐξηγεῖ καί προσπαθεῖ νά ἐκδώσει ἀπό τό μηχάνημα τό χαρτάκι του. Κάτι, φαίνεται, νά πατάει λάθος καί τό μηχάνημα τόν πληροφορεῖ ὅτι ἡ ἐπιλογή του εἶναι λανθασμένη. Ὁ φίλος σκάει στά γέλια!
«Καλά, ἀφοῦ εἶναι πού εἶναι στημένο ἀπό τά “παπαγαλάκια” τῆς κυβερνήσεως. Τοὐλάχιστον γιατί δέν τό “στήνουν” σωστά;» μοῦ λέει γελῶντας. Συμφωνῶ ὅτι τό θέαμα εἶναι, ἄν ὄχι ἀστεῖο, τοὐλάχιστον μέτριο. Ἀλλά, ξαφνικά, μοῦ γεννᾶται ἡ ἀπορία, τήν ὁποία τοῦ διατυπώνω. «Καλά, ἐσένα ἀπό ὅλη αὐτή τήν ἱστορία στήν Θεσσαλονίκη αὐτό σοῦ ἔμεινε; Αὐτό μέ φώναξες νά δῶ γιά νά γελάσω; Δηλαδή τό ὅτι ἡ Θεσσαλονίκη ἀπέκτησε, ἐπί τέλους, “Μετρό”, δηλαδή ἕνα νέο, ἀπαραίτητο γιά κάθε σύγχρονη πόλη, μέσο, δέν σοῦ ἔκανε ἐντύπωση;» «Φυσικά, ὄχι. Γιατί νά μοῦ κάνει ἐντύπωση; Ἐντύπωση μοῦ ἔκανε τό ὅτι μέχρι τώρα δέν εἶχε! Ἄσε πόσο κόστισε καί πόσα “ἔφαγαν”, ὅπως ἔλεγαν καί οἱ χωριάτες στόν Μαυρογιαλοῦρο» μοῦ λέει.
Ἀγαπητοί, ὅσο καί ἄν περάσουν τά χρόνια, ὅσα μετρό κι ἄν φτιάξουμε, ἀκόμη καί ἄν ἀποκτήσει μετρό καί ἡ Κάτω Παναγιά, πού ἔλεγε ὁ Παπαγιαννόπουλος, αὐτοί θά εἴμαστε! Θά παραβλέπουμε τήν μεγάλη εἰκόνα καί θά κρατᾶμε ἐκεῖνο πού θά μᾶς κάνει νά γελάσουμε εἰς βάρος ἐκείνου πού «δέν χωνεύουμε», θά ἀκυρώνουμε ὅποιο ἔργο τῆς ὅποιας κυβερνήσεως, γιά νά ἱκανοποιήσουμε τό –ὅποιο– πολιτικό μας βίτσιο. Αὐτά εἶναι τά γνωρίσματα τῆς φυλῆς μας. «Νά πεθάνει ἡ κατσίκα τοῦ γείτονα.» Δηλαδή ὁ φίλος μου θά προτιμοῦσε τήν ὥρα τῶν ἐγκαινίων τοῦ Μετρό στήν Θεσσαλονίκη νά καταρρεύσουν οἱ σήραγγες, νά παγιδευθοῦν μέσα κάμποσες ἑκατοντάδες ἄνθρωποι, νά γίνει τό μάλε-βράσε καί, φυσικά, νά πέσει ἡ κυβέρνηση!
Αὐτή εἶναι, δυστυχῶς, ἡ σημερινή ψυχολογία τῶν Ἑλλήνων. Αὐτή εἶναι ἡ κατάσταση, σέ μιά χώρα στήν ὁποία τό κομματικό μένος καί μῖσος ἐπικρατοῦν τῆς ὅποιας λογικῆς καί τῆς ὅποιας προσπάθειας γιά προκοπή.
Τί σημασία ἔχει ποιός ἐγκαινιάζει τό ἔργο; Ποιός θυμᾶται σήμερα ὅτι τήν γέφυρα Ρίου-Ἀντιρρίου τήν ἐγκαινίασε ὁ Σημίτης; Τήν γέφυρα θαυμάζουμε καί τήν χρήση καί τήν χρησιμότητά της ἀπολαμβάνουμε. Ὅσο ὑπάρχει αὐτό τό κομματικό μένος, ἡ χώρα δέν θά πάει μπροστά. Δέν ἦταν ἀφελής ὁ Κωνσταντῖνος Καραμανλῆς ὅταν προσπαθοῦσε νά καλλιεργήσει στόν λαό τό συναίσθημα τῆς «λήθης». Εἶχε γνωρίσει τήν μάστιγα τοῦ ἐμφυλίου, εἶχε γνωρίσει τήν ἀδυναμία τῆς πατρίδος νά πάει μπροστά ἐξ αἰτίας τῶν διχασμῶν. «Δηλαδή, δέν σοῦ ἄρεσε τό μετρό; Ὁ Σταϊκούρας ἦταν τό θέμα;» ρώτησα τόν φίλο.
Ἀλλά ἀπάντηση δέν ἔλαβα.