Στά εἴκοσι, παράλληλα μέ τίς σπουδές καί τήν μουσική, εἶχα ἀρχίσει νά γράφω «ἀθλητικά».
Ἄρχισα μέ τίς «μικρές» κατηγορίες τοῦ πειραϊκοῦ ποδοσφαίρου γιά τήν «Ὁμάδα» καί ἕνα χρόνο ἀργότερα, ἐπωνύμως, σέ ἑβδομαδιαῖο ἀθλητικό ἔντυπο, μέ εἰδικότητα τά «εὐγενῆ ἀθλήματα».
Ἔτσι, γνωρίστηκα μέ τούς «πιονέρους» ὁπλομάχους Γιάννη Χατζησαράντο καί Ἀνδρέα Βγενόπουλο, τοῦ «Παναθηναϊκοῦ», τοῦ συλλόγου ὁ ὁποῖος, τότε, μονοπωλοῦσε τά πρωταθλήματα σέ ὅλα τά σπόρ, πλήν ἐκείνων τοῦ ὑγροῦ στίβου.
Παρακολουθῶντας τούς ἀθλητές τῆς ξιφασκίας, ἄρχισα νά ἀντιλαμβάνομαι πόσο μοναχικό, δύσκολο καί κοπιῶδες εἶναι τό συγκριμένο ἄθλημα. Θέλει τόν ἀθλητή ἀπολύτως προσηλωμένο, ἄριστη ὅραση, ἀκραῖα ἀνακλαστικά, εὐλυγισία, δυνατά πόδια καί χέρια ταχυδακτυλουργοῦ! Μέ τόν Βγενόπουλο ὑπήρξαμε γιά ἕνα διάστημα φίλοι. Ἡ πορεία του, ἀπό τότε, μέ ἐντυπωσίασε, ἀλλά πίσω ἀπό κάθε του κίνηση ἔβλεπα τόν «μοναχικό λύκο», τόν ἐπίμονο μαχητή, ὁ ὁποῖος, προκειμένου νά κερδίσει, πρέπει νά καταφέρει στόν ἀντίπαλο «ἀποφασιστικῆς σημασίας» χτυπήματα… Κατά τήν περιπετειώδη, σύντομη (ὅπως καί ἡ ζωή του) ἀλλά λίαν ἐντυπωσιακή πτήση του στόν κόσμο τῶν ἐπιχειρήσεων, τόν συνάντησα μιά-δυό φορές. Ἦταν ὁ ἴδιος μοναχικός ἀθλητής, μέ τά μάτια νά «παίζουν» συνεχῶς καί μέ τό μυαλό νά στροβιλίζεται γύρω ἀπό τό «ἑπόμενο χτύπημα»…
Ἔχω παρακολουθήσει ἄπειρους ἀγῶνες ξιφασκίας (καί ὄχι… ξιφομαχίας, ὅπως ἀπεκάλεσε τό ἄθλημα ἕνας ἀπό τούς πολλούς ἀπεσταλμένους τῆς ΕΡΤ) καί «μοῦ ἔμεινε τό κουσούρι».
Ἔτσι, ὅποτε βρίσκω εὐκαιρία, παρακολουθῶ ἀγῶνες, κυρίως ἀπό τόν ὑπολογιστή μου, μέσω τῶν «σόσιαλ».
Δύναμαι, λοιπόν, νά διακρίνω κινήσεις, νά ἀντιληφθῶ «ἐπαφές» καί -ὄχι ὡς ἀπολύτως εἰδικός, ἀλλά ὡς ἁπλός φίλος καί μερικῶς γνώστης- νά ἰσχυρισθῶ εὐθαρσῶς ὅτι, ναί, ἡ ἀθλήτριά μας, Δώρα Γκουντούρα, ἀδικήθηκε ἐμφανῶς ἀπό τόν Ἰταλό διαιτητή (ὑπέκυψε στήν ἀπειλητική ὀχλαγωγία τῶν φανατισμένων Γάλλων) καί -δολίως- τῆς ἀφαιρέθηκε ἡ ἐπικράτηση ἐπί τῆς Γαλλίδας ἀντιπάλου της, ἡ ὁποία θά ἐξασφάλιζε τήν περαιτέρω πορεία της.
Σέ ἕναν χῶρο πού θύμισε ποδοσφαιρικό γήπεδο, μέ κοινό φανατισμένο, γεγονός περίεργο γιά ἕνα «εὐγενές» ἄθλημα ὅπως ἡ ξιφασκία, ἡ Δώρα εἶχε, πρό ὀλίγου, ἐπικρατήσει κατά κράτος μιᾶς ἄλλης Γαλλίδας ἀντιπάλου. «Κερδίσαμε μιά Γαλλίδα, ἡ δεύτερη ἔπρεπε νά κερδίσει. Ἦταν καθαρό σκάνδαλο!» εἶπε ὁ προπονητής τῆς ἀθλητρίας μας. Καί εἶχε (ἄποψή μας) δίκαιο. Εἶναι βέβαιο ὅτι ἄν προβληθοῦν τά ἐπίμαχα σημεῖα τοῦ ἀγῶνος, θά φανεῖ καθαρά ὅτι ἡ Δώρα ἔπρεπε νά εἶχε κερδίσει πολύ πρίν φθάσει ὁ ἀγῶνας στό 14-14.
Ἡ ὑπέροχη Ἑλληνίδα πρωταθλήτρια ἀντιμετώπισε μέ πραγματικό ἀθλητικό ἦθος καί ἀξιοπρέπεια τήν περιπέτειά της. Δάκρυσε ἐμπρός στόν φακό, ἐνῶ ὁ ρεπόρτερ τῆς ΕΡΤ τῆς μιλοῦσε γιά «χαμένη εὐκαιρία» καί γιά «μετάλλιο». Κάποια στιγμή, θά πρέπει καί τά παιδιά πού στέλνει ἡ δημόσια τηλεόραση σέ τόσο σπουδαῖες διοργανώσεις νά μάθουν ὅτι «δέν εἶναι ὅλα ποδόσφαιρο».
Οἱ ἐρωτήσεις πρός μιά ἀθλήτρια ἡ ὁποία βρίσκεται σέ τρομερή ἔνταση πρέπει νά εἶναι πολύ προσεκτικές. «Τό δικό μου μετάλλιο εἶναι ἡ ἀφοσίωση στήν προπόνηση, ἐκεῖ πού μάχεσαι καθημερινά μέ Θεούς καί δαίμονες» ἦταν ἡ ἀπάντηση.
Ἄς μελετήσουμε τήν «ψυχολογία» τοῦ ἀθλητῆ καί τοῦ θεατῆ ὅταν κρατοῦμε μικρόφωνο καί ἀπευθυνόμεθα σέ ἑκατομμύρια Ἕλληνες!