Ἀπό τό ἀρχεῖο τῆς «Ἑστίας», 29 Ἰουνίου 1919.
«Ὑψώνετε φωνήν, κύριε, μοῦ γράφει ἕνας ἄγνωστος, διά τούς ἀχρείους, ποῦ ἐνοχλοῦν τάς κυρίας εἰς τούς περιπάτους καί τούς δημοσίους κήπους. Δέν γράφετε ὅμως καί διά τάς κυρίας, ποῦ ἐνοχλοῦν τούς κυρίους εἰς τά αὐτά καί ἄλλα πολλά μέρη. Τοῦτο εἶνε μία μεροληψία ἐκ μέρους σας, ἡ ὁποία δέν τιμᾷ τήν δημοσιογραφικήν σας εὐθύτητα. Σᾶς παρακαλῶ λοιπόν, ἐν ὀνόματι τοῦ δικαίου, νά δεχθῆτε καί νά φιλοξενήσετε εἰς τό ἀξιότιμον φύλλον σας τά γεγονότα, τά ὁποῖα θά σᾶς διηγηθῶ, ὅπως φιλοξενεῖτε ἀνεξετάστως καί τάς διαφόρους ἐπιστολάς τῶν ἀναγνωστριῶν σας.
«Ἐν πρώτοις, πρέπει νά σᾶς παρουσιάσω τόν ἑαυτόν μου. Εἶμαι ἄνθρωπος μέσης ἡλικίας, ἔγγαμος, πατήρ δύο μικρῶν θυγατέρων καί ὁλόκληρος ὁ βίος μου ὑπῆρξεν ἀνεπίληπτος καί ὑποδειγματικός. Ἐπί πλέον, σᾶς πληροφορῶ ὅτι φυσιολογικῶς εἶμαι τελείως ἰσορροπημένος καί τό νευρικόν μου σύστημα οὐδέποτε ἔδωκεν ἐνοχλήσεις οὔτε εἰς τόν ἑαυτόν μου οὔτε εἰς τούς ἄλλους. Μέ ἄλλους λόγους, εἶμαι ἄνθρωπος-ὡρολόγι καί οὐδέποτε ἡ ζωή μου ἐγνώρισε πάθη, παρεκτροπάς, διαστροφάς καί ἐλαττώματα. […]
«Ἀκούσατε λοιπόν τί μοῦ συνέβη χθές τό πρωί: Ἐβγῆκα ἀπό τό σπίτι μου, μέ τόν νοῦν μου προσηλωμένον εἰς τά σοβαρώτερα τῶν πραγμάτων, καί μετέβαινα εἰς τό γραφεῖόν μου, διά νά ἐπιδοθῶ, ὡς πάντοτε, μέ ἀριθμούς καί ὑπολογισμούς. Καί ἀνέβηκα εἰς τό τράμ τῆς συνοικίας μου διά νά φθάσω μίαν ὥραν ἀρχήτερα εἰς τήν ἐργασίαν μου. Τρεῖς κομψόταται κυρίαι ἀνέβηκαν μαζῆ μου ἀπό τήν ἰδίαν στάσιν.
«Μολονότι τούς ἔκαμα θέσιν νά περάσουν, δέν ἠξεύρω πῶς, μίαν στιγμήν, εἰς τήν κλίμακα τοῦ τράμ, εὑρέθην ἐνηγκαλισμένος καί μέ τάς τρεῖς, τόσον σφιχτά, ὅσον οὐδέποτε εὑρέθην μέ τήν νόμιμον σύζυγόν μου. Ὁμολογῶ ὅτι ἡ ἀπροσδόκητος αὐτή θέσις, εἰς τήν ὁποίαν εὑρέθην, ἡ ἐπαφή μου πρός γυμνότητας, ἐπί τῶν ὁποίων δέν εἶχα κανέν δικαίωμα, τά δυνατά ἀρώματα τῶν κυριῶν, ἡ αἴσθησις ὑφασμάτων ὀλισθαινόντων μεταξύ τοῦ σώματός μου καί τῶν ἄλλων σωμάτων, ὑπῆρξε δι’ ἐμέ μία ἐνόχλησις, ὄχι ὅμως ὁπωσδήποτε μέχρι βαθμοῦ ἀνωτέρου τῆς ἀντοχῆς μου.
«Τήν ὑπέστην καρτερικῶς καί κατέλαβα τήν θέσιν μου εἰς τό τράμ, συνεχίζων τήν μελέτην τοῦ ζητήματος ποῦ μέ ἀπησχόλει. Παραπλεύρως μου εἶχε καθίσει ἡ μία τῶν κυριῶν. Χωρίς νά θέλω, τό βλέμμα μου, ἀκολουθοῦν μίαν χρυσῆν ἅλυσσον, ἡ ὁποία ἐκρέματο ἐπί τοῦ ἀξιολόγου ἐκείνου γυμνοῦ στέρνου, ἔφθανε μέχρις ἑνός μικροῦ Σταυροῦ, ὁ ὁποῖος, καί διά τήν εὐλάβειαν ἐν γένει καί διά τήν ἰδικήν μου ἡσυχίαν, δέν ἦτο πολύ καλά τοποθετημένος ἐκεῖ ποῦ εὑρίσκετο. Καί ἀναγκαστικῶς, βλέπων τόν μικρόν αὐτόν ταλαντευόμενον Σταυρόν, δέν ἔβλεπα μόνον τόν Σταυρόν. Τί ἠθέλατε νά κάμω; Ἡ κυρία, ἀντιληφθεῖσα πιθανῶς τήν ταραχήν μου, ἐδοκίμασε κἄποιαν ἐπανόρθωσιν. Συνέλαβε τά δύο ἄκρα τῆς σεμιζέτας της κ’ ἐπροσπάθησε νά ὑψώσῃ ὀλίγον τό ἔνδυμα πρός τόν λαιμόν. Ἡ κίνησις ὅμως αὐτή ἔφερε τό ἀντίθετον ἀποτέλεσμα. Τό χάσμα ἔγεινε πρός στιγμήν μεγαλείτερον, καί τότε εἶνε περιττόν πλέον νά σᾶς εἰπῶ τί εἶδαν οἱ ὀφθαλμοί μου.
«Ἔβγαλα μίαν ἐφημερίδα καί ἀπεφάσισα νά ἀντιτάξω εἰς τόν Πειρασμόν τήν ἀνάγνωσιν ἑνός σοβαρωτάτου κυρίου ἄρθρου. Μεταξύ ὅμως τῶν γραμμῶν τοῦ ἄρθρου παρενετίθεντο ἐπιμόνως πολύχρωμα κορδελλάκια, παρυφαί κεντημάτων, κράσπεδα δαντελλῶν, ἀντικείμενα, μέ μίαν λέξιν, ἄσχετα πρός τόν ἐξωτερικόν ἱματισμόν καί τά ὁποῖα, τινασσόμενα διά μέσου μιᾶς διαφανοῦς γάζας, παιζούσης τόν ρόλον ἐνδύματος τῆς δευτέρας κυρίας, ἡ ὁποία ἐκάθητο ἀκριβῶς ἀπέναντί μου, ἤρχοντο νά ἐπέμβουν εἰς τήν συζήτησιν περί τῶν καθηκόντων τῆς Διασκέψεως. Τί νά γείνῃ! Ἐπροχώρησα εἰς τήν ἀνάγνωσιν […]. Ἀλλά, πρίν φθάσω εἰς τήν αὐστηράν ὑπογραφήν, ἡ ἀπέναντί μου κυρία ἔσκυψεν ἀποτόμως ν’ ἀναλάβῃ κἄτι τι ποῦτῆς εἶχε πέσει. Καί τί συνέβη νομίζετε; Πρός στιγμήν ἐκινδύνευσαν νά πηδήσουν ἐπί τῶν γονάτων μου τά «δίδυμα ἐρίφια», περί τῶν ὁποίων ὁμιλεῖ ὁ Σολομῶν εἰς τό «ᾎσμα ᾈσμάτων». […]
«Ὡς νά μήν ἤρκουν ὅλα αὐτά τά ἀπρόοπτα, ἡ τρίτη κυρία, ἡ ὁποία ἐκάθητο παραπλεύρως τῆς ἀντικρυνῆς μου, ἔλαβε τήν αἰφνιδίαν ἀπόφασιν νά θέσῃ τόν ἕνα πόδα ἐπί τοῦ ἄλλου. Τό ζέστ ὅμως ὑπῆρξε τόσον ἀπότομον, ὥστε… Ἄλλα ἐπιτρέψατέ μου, παρακαλῶ, νά σταματήσω ἕως ἐδῶ καί νά σᾶς ἐρωτήσω: Ποῖος ἐνοχλεῖ; Οἱ ἀχρεῖοι ἄνδρες τάς γυναῖκας ἤ τό ἀντίθετον; Ἀρκοῦμαι, ὡς ἐν παρόδῳ, νά σᾶς σημειώσω ὅτι, μεταβάς εἰς τό γραφεῖόν μου, ἠναγκάσθην νά μείνω ἄεργος μέχρι μεσημβρίας, μέ τόν ἀνεμιστῆρα τοποθετημένον ἀπέναντί μου καί τούς λογαριασμούς μου ματαίως ἀναμένοντας. Τί ἔκαμνα τόσην ὥραν; θά μοῦ εἰπῆτε. Ό, τί ἔκαμνε καί ὁ Ἅγιος Ἀντώνιος εἰς ἀναλόγους περιστάσεις. Ἀλλά ἐγώ δέν εἶμαι Ἅγιος, κύριε! Εἶμαι ὑπάλληλος καί ζῶ ἐκ τῆς ἐργασίας μου. Ἄν νομίζετε τώρα ὅτι ἠμπορεῖτε νά ὑψώσετε φωνήν καί δι’ ἐμέ τόν ταλαίπωρον, ὑψώσατέ την. Ἐγώ ἀπεκδύομαι… πάσης εὐθύνης διά τό μέλλον.»
Ὁ κύριος αὐτός, καθώς βλέπετε, διηγεῖται γεγονότα. Καί, ἐφ’ ὅσον διηγεῖται γεγονότα, ἔχομεν τήν ὑποχρέωσιν νά τόν ἀκούσωμεν.
ΠΑΥΛΟΣ ΝΙΡΒΑΝΑΣ