Η ΕΝΤΑΣΗ στίς ἑλληνοτουρκικές σχέσεις, μέ ἀπόλυτη εὐθύνη τῆς γειτονικῆς χώρας, ἔχει μετατοπίσει τό ἐνδιαφέρον στά ἀνατολικά μας σύνορα.
Ἡ ἐπιδίωξη ὅμως νά διευθετηθεῖ τώρα τό σύνολο τῶν βαλκανικῶν ἐκκρεμοτήτων, προκειμένου ἡ διπλωματική ἐνέργεια νά ἀφιερωθεῖ ἐκεῖ ὅπου ὑπάρχει τό μεγαλύτερο πρόβλημα, κρατάει ἀνοικτό –ἄν καί μέ σημάδια κόπωσης– τόν ἑλληνοαλβανικό διάλογο.
Σέ πρόσφατη συνέντευξή του στήν κρατική τηλεόραση τῆς Ἀλβανίας ὁ Ἀλβανός ὑπουργός Ἐξωτερικῶν Ντιτμίρ Μπουσάτι ἀναφέρθηκε στίς ἀλβανικές θέσεις γιά τό δῆθεν «Τσάμικο ζήτημα». Ὁ Ἀλβανός ΥΠΕΞ ἰσχυρίσθηκε ὅτι πρόκειται «γιά πολιτικό ζήτημα πού σχετίζεται μέ τίς ἐλευθερίες καί τά ἀνθρώπινα δικαιώματα» γιά τρεῖς λόγους: ὁ πρῶτος λόγος, γιατί «ἡ συνεργασία ἐκπροσώπων τῆς τσάμικης κοινότητας στόν Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο μέ τούς ναζί ἀποτελεῖ ἀτομική τους εὐθύνη καί ὄχι συλλογική καί δέν μπορεῖ νά ποινικοποιεῖται συνολικά ἡ στάση μιᾶς ἔντιμης κοινότητας».
Ὁ δεύτερος λόγος «σχετίζεται μέ τό δικαίωμα στή μνήμη, πού σημαίνει ὅτι ἡ τσάμικη κοινότητα θά πρέπει νά μπορεῖ νά μνημονεύει καί νά τιμάει τή δράση τῶν μελῶν της πού ἔχουν ἐκδιωχθεῖ μέ τρόπους ἀπαράδεκτους γιά τά εὐρωπαϊκά δεδομένα». Ὁ τρίτος λόγος, κατά τόν κ. Μπουσάτι, «σχετίζεται μέ τήν ἐλεύθερη διακίνηση τῶν ἀπογόνων, μέ τή δυνατότητα δηλαδή νά ἐπισκέπτονται τίς περιουσίες, τίς οἰκογένειες καί τά σπίτια πού ἔχουν γεννηθεῖ» καί γι’ αὐτό «ἡ ἀλβανική κυβέρνηση ἔχει ἐρευνήσει πρακτικές, ὅπως τῶν Σουντέτεν, γιά τούς τρόπους μέ τούς ὁποίους ἄλλες χῶρες ἔχουν ἀναδείξει παρόμοια θέματα».
Ὁ ἰσχυρισμός ὅτι μέ τούς ναζί συνεργάστηκαν μόνο ὁρισμένοι ἐκπρόσωποι τῆς τσάμικης κοινότητας καί ἑπομένως ἡ συνεργασία αὐτή ἀποτελεῖ θέμα «ἀτομικῆς εὐθύνης», εἶναι ἱστορικά λανθασμένος. Ἀπό τή μελέτη τῶν γερμανικῶν στρατιωτικῶν ἀρχείων καί τῶν ἐκθέσεων πρός τίς ἑλληνικές ἀστυνομικές καί δικαστικές ἀρχές, προκύπτει ὅτι ἡ κινητοποίηση τῆς τσάμικης κοινότητας ὑπέρ τῶν κατοχικῶν δυνάμεων ὑπῆρξε γενικευμένη, καθώς σχηματίσθηκαν ἔνοπλες ὁμάδες στρατοῦ καί πολιτοφυλακῆς (Ξίλια) στό πλευρό τοῦ γερμανικοῦ καί ἰταλικοῦ στρατοῦ.
Πέραν τούτου ἡ εὐθύνη γιά συμμετοχή σέ ἐγκληματική ὀργάνωση (ἡ Βέρμαχτ ἔχει χαρακτηριστεῖ ὡς τέτοια) δέν περιορίζεται σ’ αὐτούς πού πυροβολοῦν καί θανατώνουν ἀλλά καί σ’ ἐκείνους πού μέ ὁποιονδήποτε βοηθητικό ρόλο συμβάλλουν στό νά διατηρεῖται καί νά λειτουργεῖ ἡ ὀργάνωση. (Πρόσφατο παράδειγμα οἱ καταδίκες ἀπό γερμανικά Δικαστήρια τῶν «λογιστῶν» τοῦ Ἄουσβιτς, πού ἐνῶ δέν συμμετεῖχαν σέ ἐκτελέσεις κατέγραφαν τά προσωπικά ἀντικείμενα τῶν αἰχμαλώτων.)
Ἀπό τήν ἄλλη μεριά, τά δικαιώματα στή μνήμη (ἀνέγερση μνημείων κ.λπ.) καί τή διεκδίκηση τῶν περιουσιῶν, πού ἐπικαλεῖται ὁ κ. Μπουσάτι, δέν ἔχουν δοθεῖ στούς Γερμανούς τῆς Τσεχίας (στούς Σουντέτεν = Σουδῆτες), πού ὑπῆρξαν συνεργάτες τῶν ναζί. Τό παράδειγμα αὐτό τῆς τσάμικης προπαγάνδας εἶναι σέ ἐντελῶς ἀντίθετη κατεύθυνση, ἀφοῦ τά περίφημα «διατάγματα Μπένες», τοῦ τότε ἀστοῦ Τσέχου προέδρου, μέ τά ὁποῖα ἐκδιώχθηκαν δυόμισυ ἑκατομμύρια Σουδῆτες ἀπό τήν Τσεχία καί ἀφαιρέθηκαν ἡ ἰθαγένεια καί οἱ περιουσίες τους, ἰσχύουν μέχρι σήμερα, παρά τίς προσπάθειες τῆς Γερμανίας νά καταργηθοῦν κατά τήν ἔνταξη τῆς Τσεχίας στήν ΕΕ.
Κανείς Γερμανός πολιτικός τοῦ λεγόμενου «συνταγματικοῦ τόξου» δέν ἔχει ἐπιχειρήσει νά προσεγγίσει τό θέμα μέ τόν τρόπο τοῦ Ἀλβανοῦ ΥΠΕΞ, καί βεβαίως, δέν ὑπάρχει περίπτωση νά ζητηθεῖ ἀπό τή Γερμανία τό δικαίωμα μνήμης μελῶν τῶν Ἔς-Ἔς ἤ τῆς Βέρμαχτ καί τῶν μειονοτικῶν συνεργατῶν τους σέ χῶρες ὅπως ἡ Τσεχία καί ἡ Πολωνία.
Ἐξάλλου, ἡ ἑλληνική νομοθεσία ἀπαγορεύει τήν ἐξύμνηση τῶν ναζιστικῶν ἐγκλημάτων καί τῶν προσώπων πού ἄμεσα ἤ ἔμμεσα ἐμπλέκονται σ’ αὐτά, ἐνῶ τά ἑλληνικά Δικαστήρια Δωσιλόγων καταδίκασαν 1.930 Τσάμηδες, ἀπό τό 1945 μέχρι τό 1948, ὡς ἐγκληματίες πολέμου καί συνεργάτες τῶν κατακτητῶν, δημεύοντας ταυτόχρονα τίς περιουσίες τους, πρακτική πού ἀκολουθεῖται παγίως γιά ὅσους καταδικάζονται ὡς δωσίλογοι.
Ὑπάρχει καί μία ἄλλη διάσταση στήν ἐπιχειρηματολογία τῆς ἀλβανικῆς πλευρᾶς. Ἡ Ἀλβανία «παίζει καί στά δύο ταμπλό», τῆς «ἀτομικῆς εὐθύνης» καί τῆς «συλλογικῆς ἀπαίτησης», ἐπιλέγοντας κατά τό δοκοῦν ὅποιο ἀπό τά δύο ἐπιθυμεῖ. Ἐπίσης, ἐνῶ ἡ προβολή τοῦ δῆθεν «Τσάμικου» στηρίζονταν παλαιότερα «στούς κοινά ἀποδεκτούς κανόνες τοῦ διεθνοῦς δικαίου καί τῶν διεθνῶν σχέσεων», ἡ ρητορική τῆς ἀλβανικῆς πλευρᾶς ἀπομακρύνεται τελευταῖα ἀπό τό διεθνές δίκαιο καί ἑστιάζει στήν πολιτική πλευρά τοῦ ζητήματος.
Ἐφόσον, ὅμως, οἱ εὐθύνες θεωροῦνται «ἀτομικές», μέ ποιά νομική βάση ἀνάγονται καί μεταλλάσσονται στή συνέχεια σέ «πολιτικό καί διακρατικό θέμα»; Ἐφόσον οἱ εὐθύνες προβάλλονται ὡς «ἀτομικές», τότε γιατί οἱ ἀξιώσεις τους προσλαμβάνουν «συλλογικό χαρακτῆρα»; Δυοῖν θάτερον. Ἄν οἱ εὐθύνες εἶναι «ἀτομικές», τότε δέν μπορεῖ νά ὑπάρχουν «συλλογικές ἀπαιτήσεις».
Σέ κάθε περίπτωση, ἡ ἑλληνική κυβέρνηση πρέπει νά καταστήσει σαφές στήν ἀλβανική ἡγεσία ὅτι οἱ περιουσιακές διεκδικήσεις καί ἡ ὑποτιθέμενη ἀποκατάσταση τῶν ἀνθρωπίνων δικαιωμάτων τῶν παλιῶν συνεργατῶν τοῦ φασισμοῦ δέ βασίζονται στό διεθνές καί εὐρωπαϊκό δίκαιο καί δέ συνάδουν μέ τήν εὐρωπαϊκή προοπτική τῆς Ἀλβανίας.
*Πρώην ὑπουργός καί βουλευτής Θεσπρωτίας