Ἀπό τό ἀρχεῖο τῆς «Ἑστίας», 7 Αὐγούστου 1924
Ἡ συνοικία εἷχεν ἀναστατωθῇ ἀπό μίαν τραγικήν ἀποκάλυψιν. Ὁ ἀρραβωνιαστικός τῆς Μαρίκας, ἕνας σοβαρός ἄνθρωπος μέ χρηματάκια, μέ ὑπόληψιν, μέ καλούς καί εὐγενικούς τρόπους, ὁ ὁποῖος, μαζῆ μέ τήν καρδίαν του, εἶχε προσφέρει εἰς τήν μνηστήν του τήν ὑπόσχεσιν ἑνός προσεχοῦς γάμου καί ὅλων τῶν παρεπομένων εὐτυχιῶν, ἀπεδείχθη ὅτι ἦτο ἕνας παντρεμένος καί πατέρας ἐνηλίκων τέκνων.
-Ἀκοῦς ἐκεῖ, τόν παλῃάνθρωπο! Ποιός νά τό τὤλεγε!…
-Μέ παιδιά τῆς παντρειᾶς καί νά γελάσῃ τό κορίτσι ὁ τρισκατάρατος!
-Καλέ, αὐτός δέν εἶνε ἄνθρωπος. Εἶνε τέρας τῆς φύσεως!…
-Κ’ ἐμεῖς ποῦ τό μακαρίζαμε τό καϋμένο τό κορίτσι γιά τήν τύχη του. Ὁρίστε τώρα!
-Καί ποιός ξέρει τί ἄλλα κακουργήματα ἔχει κάνει ἀκόμα ὁ κακοῦργος!
-Καλέ, νά ἰδῆτε, πώς αὐτός ἔχει σκοτώσει τό κορίτσι, ποῦ βρεθήκανε τά κόκκαλα του στόν Ἅγιο Γιάννη τόν Κυνηγό. Τό πλάνεψε πρῶτα καί ὕστερα τό σκότωσε. Καλή ὥρα σάν τή Μαρίκα. Ὁ θεός τή γλύτωσε ἀπό τά χέρια του!
-Καί τόν φυλᾶνε ἀκόμα τόν κακοῦργο, τό Λαντρῆ;
-Αὐτός ἤθελε κρέμασμα ἀνάποδα.
-Μονάχα κρέμασμα; Αὐτόν ἔπρεπε νά τόν κομματιάσουν παρτσάδια-παρτσάδια καί νά τόν ρίξουνε στά σκυλιά γιά νά τόν φᾶνε!
Ὁλόκληρον τό θηλυκόν, ὁρκωτόν δικαστήριον τοῦ αὐλογύρου, ὅπου εἶχε τελεσθῇ τό δρᾶμα, εἶχε καταδικάσει εἰς τήν ἐσχάτην τῶν ποινῶν τόν ἄνθρωπον, τοῦ ὁποίου τό ἔγκλημα, κατά τήν γενικήν ἀντίληψιν, δέν εἶχε τό ὅμοιόν τοῦ εἰς τόν κόσμον.
-Καί νά τόν ἔβλεπες, θἄλεγες πῶς ἤτανε ἅγιος ἄνθρωπος! ἐπρόσθεσε, σταυροκοπουμένη ἡ πρόεδρος τοῦ αὐτοσχεδίου ὁρκωτοῦ δικαστηρίου.
Ἔξαφνα, κάποιος γηραλέος ἐργατικός, περαστικός ἀπό τόν αὐλόγυρον, ποῦ εἶχε ἀκολουθήσει παράμερα τήν δίκην καί τήν καταδίκην τοῦ κακούργου, ἐπέταξε τό λογάκι του.
-Μήπως δέν ἤτανε, κυρά μου;
-Τί ἤτανε;
-Ἅγιος!
Τό λογάκι τοῦ γηραλέου ἐξερράγη ὡς κεραυνός.
Ὁ αὐλόγυρος ἀνεστατώθη.
-Ἅγιος; Αὐτός ἅγιος; Ἄμ’ τότε κι’ ὁ Βελζεβούλ, Θεέ μου συγχώρεσέ με, εἶνε ἅγιος. Καλέ τί είνε αὐτά ποῦ λές μπάρμπα; Ἐξόν ἄν ἀστειεύεσαι…
Ὁ μπάρμπας, ἐν τούτοις, δέν ἐννοοῦσε νά ἀστειευθῇ.
-Δέν ξέρω –εἶπε– τί ἔκανε ὁ ἄνθρωπος. Τώρα τ’ ἀκούω πρώτη φορά. Ἕνα ξέρω: Τόν ἄνθρωπον τόν γνωρίζω εἴκοσι χρόνια τώρα καί δέν ἄκουσα ποτέ τό παραμικρό γιά δαῦτον. Μαῦρα μάτια δέν εἶπε σέ ἄνθρωπο. Στή δουλειά του τίμιος, ὅσο παίρνει. Καί στό σπίτι του, μακάρι ὅλοι οἱ νοικοκυραῖοι νά τοῦ μοιάζανε. Αὐτά ξέρω, αὐτά λέω!
-Πῶς τὤκανε, λοιπόν, τέτοιο πρᾶμα, μπάρμπα. Δέν μᾶς λές, πῶς τὤκανε;
Ἡ ἀπορία ἐτίθετο τρομερά καί ἀμείλικτος, ἀπαιτοῦσα ἄμεσον ἱκανοποίησιν. Ὁ «μπάρμπας» ἀνέλαβε τό ριφθέν χειρόκτιον καί ἀπήντησεν:
-Αὐτό δέν τό ξέρω, σᾶς εἶπα. Ἕνα πρᾶμα ξέρω ἀκόμα. Ξέρω, πώς ὁ ἄνθρωπος δέν εἶδε ποτέ καλή μέρα στό σπίτι του. Ἕνα γλυκό λόγο δέν τόν ἄκουσε ποτέ του, οὔτε ἀπό τή γυναῖκα του, οὔτε ἀπό τά παιδιά του. Τί νά πῶ κ’ ἐγώ; Ἴσως νά τόν ἄκουσε ἀπό τό κορίτσι, ποῦ λέτε…
Ὁ γηραλέος, μέ τήν σύντομην καί ἐπιγραμματικήν φιλοσοφίαν του –ἡ ὁποία, ἐννοεῖται, δέν εὕρηκε καμμίαν ἀπήχησιν εἰς τόν αὐλόγυρον– ἤθελεν ἴσως νά ὑποστηρίξῃ, ὅτι εἰς τήν ζωήν τοῦ ἀνθρώπου ὑπάρχει ἀπόλυτος ἀνάγκη γλυκύτητος. Καί ὅταν δέν τόν εὑρίσκει κανείς τόν κόκκον αὐτόν ἐκεῖ, ὅπου εἶνε νόμιμον νά τόν ζητήσῃ, τόν ἁρπάζει ὅπου τόν εὕρῃ. Νά εἶχεν, ἆρά γε, ἀπολύτως ἄδικον ὁ γηραλέος καί ἡ φιλοσοφία του;
ΠΑΥΛΟΣ ΝΙΡΒΑΝΑΣ