Ἀπό τό ἀρχεῖο τῆς «Ἑστίας», 27 Ἀπριλίου 1925
-Τό εἰσιτήριό σας, κύριε.
-Τό πέταξα.
-Γιατί τό πετάξατε;
-Ξέρω κι’ ἐγώ γιατί τό πέταξα; Ἄνθρωπος εἶμαι. Τό πέταξα…
Ὁ ἐπιβάτης τοῦ τράμ ἐπικαλέσθη, ἁπλούστατα, τόν ἀνθρωπισμόν του διά νά δικαιολογήσῃ τήν ἀμέλειαν ἤ τήν ἀδιαφορίαν του. Ἀλλ’ ὑπάρχουν καί ἄλλοι, ποῦ ἐπικαλοῦνται ἐπίσης τόν ἀνθρωπισμόν των, διά νά δικαιολογήσουν πολύ σοβαρώτερα πράγματα.
-Γιατί τό κλώτσησες, βρέ, τό παιδί;
-Ξέρω κ’ ἐγώ, κύριε ἀστυφύλακα, πῶς βρέθηκα καί τό κλώτσησα; Ἄνθρωπος, ἐπί τέλους, εἶμαι…
Τό λογικώτερον θά ἦτο νά ἐπικαλεσθῇ τό δικαίωμα τοῦ γαϊδάρου. Ἐν τούτοις, καί αὐτός ἐπεκαλέσθη τό δικαίωμα τοῦ ἀνθρώπου.
-Δέν ντρέπεσαι, μωρέ, νά πίνῃς καί νά μεθᾷς ὁλημερίς τοῦ Θεοῦ;
-Τί νά κάνω, κουμπάρε μου; Ἄνθρωπος εἶμαι κ’ ἐγώ. Πίνω…
Πολύ φυσικά! Ἄν δέν ἦτο ἄνθρωπος καί ἦτο σκύλος, γάτος, ἐλέφας, ἀντί νά πίνῃ κρασί καί νά μεθᾶ, θά ἔπινε νεράκι καί δέν θά ἐμεθοῦσε.
-Μιά αἰωνίως θά γκρινιάζῃς, Καλλιόπη μου; Δέν ἐννοεῖς, τέλος πάντων, ὅτι ἡ γκρίνια εἶνε γκίνια καί ὅτι χαλᾶς ἀδίκως τό συκώτι σου; Δέν τό βλέπεις καί μόνη σου, ὅτι ἡ γκρίνια «εἰς οὐδέν ὠφελεῖ», ὅπως λέει καί τό ρητόν, ἀλλά μᾶλλον θόρυβος γίνεται»; Δέν τό καταλαβαίνῃς, ἐπί τέλους;
-Τό βλέπω, τό καταλαβαίνω, Παρασκευᾶ μου, ἀλλά, τί θέλεις νά κάνω; Ἄνθρωπος εἶμαι…
Διά τήν δυστυχίαν τοῦ πτωχοῦ Παρασκευᾶ καί ἡ κυρία Καλλιόπη εἶνε ἄνθρωπος, ἐνῷ θά ὑπέθετε κανείς, ὅτι εἶνε κατσίκα.
-Γιατί γκαρίζετε, μωρέ, τέτοια ὥρα κάτω ἀπό τά παράθυρα τοῦ χριστιανοῦ; Δέν ξέρετε, ὅτι ἀπαγορεύονται τά ἄσματα;
-Διασκεδάζουμε, κύριε ἀστυφύλακα. Δέν ἐπιτρέπεται, δηλαδή, νά διασκεδάσῃ κανένας;
-Νά διασκεδάσῃ μάλιστα. Ὄχι ὅμως νά γκαρίζῃ κάτω ἀπό τά ξένα παράθυρα.
-Γιατί δηλαδή, κύριε ἀστυφύλακα; Τό ὁποῖον ἄνθρωποι εἴμαστε κ’ ἐμεῖς. Δέν ἔχουμε λοιπόν τό ἐλεύθερο, ὡς ἄνθρωποι;…
Ἐν ὀνόματι τοῦ ἀνθρωπισμοῦ του ὁ λαμπρός κανταδόρος ἐπεκαλεῖτο, ἁπλούστατα καί φυσικώτατα, τήν ἐλευθερίαν τοῦ γκαρίζειν.
-Ὁμολογεῖς λοιπόν, ὅτι τόν ἐσκότωσες;
-Τὤκανα, κύριε Εἰσαγγελέα. Δέν τό κρύβω…
-Γιατί νά τό κάνῃς; Δέν ἐγνώριζες τάς συνεπείας;
-Τῇς γνώριζα, κύριε Εἰσαγγελέα.
-Ἀφοῦ τῇς γνώριζες λοιπόν, γιατί τράβηξες τό μαχαίρι;
-Ἔφταιξα, κύριε Εἰσαγγελέα, Ἄνθρωπος εἶμαι. Ἔφταιξα…
Ἄνθρωπος καί αὐτός.
-Ὅταν ἐπαίρνατε, κύριε, τά χρήματα τοῦ Ταμείου, ποῦ σᾶς ἐνεπιστεύθησαν, καί τά παίζατε στά χαρτιά, δέν τό καταλαβαίνατε, πῶς θά βρεθῆτε μιά μέρα ἐλλειματίας;
-Τό καταλάβαινα, κύριε Ἀνακριτά. Ἀλλά τί νά κάνω; Ἄνθρωπος εἶμαι. Παρεσύρθην…
Μέ ἄλλους λόγους, τά μεγαλείτερα κακά συμβαίνουν εἰς τόν κόσμον αὐτόν, ἐπειδή οἱ ἄνθρωποι εἶνε ἄνθρωποι. Καί ἔπειτα ὑπάρχουν γονεῖς, ποῦ συμβουλεύουν τά παιδιά των στερεοτύπως:
-Κύτταξε, παιδί μου, νά μελετᾷς καί νά προκόψῃς, γιά νά γίνῃς κ’ ἐσύ ἄνθρωπος μιά ἡμέρα!
Καί ἡ «ντόπια ἀνθρωπιά», τήν ὁποίαν ὁ Λασκαρᾶτος ἐδίσταζε νά εὐχηθῇ καί εἰς τό νεογέννητον γαϊδούρι τοῦ φίλου του ἀκόμη, αὐξάνεται καί πληθύνεται.
ΠΑΥΛΟΣ ΝΙΡΒΑΝΑΣ