“Το δε την πόλιν σοι δούναι ούτ’εμόν εστίν ούτ’άλλου των κατοικούντων εν ταύτη” . Κωνσταντίνος Παλαιολόγος προς τον Μωάμεθ τον Πορθητή
Θαύμαζα πάντα τον σερ Στήβεν Ράνσιμαν. Τον θεωρώ σπουδαίο ιστορικό, είναι για εμένα ο «Ηρόδοτος» της εποχής μας. Μου θύμισε χθες ο φίλατος Σπύρος Στάλιας ένα απόσπασμα από το υπέροχο βιβλίο του «Η Άλωση της Πόλης»…
«Την ημέρα των Χριστουγέννων του έτους 1400 ο βασιλιάς της Αγγλίας Ερρίκος Δ’ παρέθεσε ένα συμπόσιο στο παλάτι του στο Έλταμ. Πρόθεση του δεν ήταν μόνο να εορτάσει την άγια εορτή. Ήθελε παράλληλα να τιμήσει ένα διακεκριμένο φιλοξενούμενο. Αυτός ήταν ο Μανουήλ Β’ Παλαιολόγος, αυτοκράτορας των Ελλήνων, όπως τον αποκαλούσαν οι περισσότεροι Δυτικοί, αν και μερικοί θυμούνταν ότι ήταν ο πραγματικός αυτοκράτορας των Ρωμαίων. Ο Μανουήλ είχε ταξιδέψει μέσω Ιταλίας και είχε σταματήσει στο Παρίσι, όπου ο βασιλιάς της Γαλλίας Κάρολος Στ’ είχε ανανεώσει τη διακόσμηση μιας πτέρυγας του Λούβρου για να τον εγκαταστήσει και όπου οι καθηγητές της Σορβόννης είχαν καταγοητευθεί με τη γνωριμία ενός μονάρχη ο οποίος ήταν σε θέση να επιχειρηματολογεί μ’ αυτούς με την ίδια ευρυμάθεια και λεπτολογία που διέθεταν οι ίδιοι.
Στην Αγγλία εντυπωσιάστηκαν όλοι με την αξιοπρέπεια της συμπεριφοράς του και με τις άσπιλες λευκές ενδυμασίες που φορούσαν ο ίδιος και οι Αυλικοί του.
Παρ’ όλους όμως τους υψηλούς τίτλους του οι οικοδεσπότες του αισθάνονταν οίκτο γι’ αυτόν, γιατί είχε έλθει σαν επαίτης, σε μιαν απελπισμένη αναζήτηση βοήθειας εναντίον των απίστων που περικύκλωναν την αυτοκρατορία του. Για το δικηγόρο Αδάμ της Ουσκ, που εργαζόταν στην Αυλή του βασιλιά Ερρίκου, ήταν τραγικό να τον βλέπει εκεί.
«Συλλογίστηκα», έγραψε ο Αδάμ, «πόσο θλιβερό ήταν το ότι αυτός ο σπουδαίος Χριστιανός ηγεμόνας εξωθήθηκε από τους Σαρακηνούς να έλθει από τα πιο μακρινά μέρη της Ανατολής σ’ αυτά τα πιο μακρινά νησιά της Δύσης αναζητώντας βοήθεια εναντίον τους… Θεέ μου», προσέθεσε, «τι κάνεις τώρα ,αρχαία δόξα της Ρώμης;»
Η Αγγελική Λαΐου, αναφερόμενη στον Ράνσιμαν, γράφει: «Καταλάβαινε πολύ καλά το Βυζάντιο. Το θεωρούσε την πιο πολιτισμένη και φωτισμένη κοινωνία του Μεσαίωνα και, κατά τη γνώμη μου, είχε δίκιο.
Ήταν ένας ιστορικός άμεμπτος από τη δυτικοευρωπαϊκή σκοπιά, διότι δεν ήταν Έλληνας καί δεν μπορούσε να κατηγορηθεί για ελληνοκεντρισμό. Συγχρόνως ήταν ιστορικός με βαθειά γνώση των πηγών, ο οποίος έγραψε για το Βυζάντιο με αγάπη και εκτίμηση, σε μια γλώσσα σαγηνευτική. Τα βιβλία του ανατυπώνονται και διαβάζονται με ευχαρίστηση από τους φοιτητές, τους ειδικούς και το κοινό. Και αυτό είναι μια συμβολή σπουδαία, που έχει αντέξει στο χρόνο. Δεν αναφέρθηκα στο σπουδαιότερο έργο του Στήβεν Ράνσιμαν, την «Ιστορία των Σταυροφοριών». Έχω μιλήσει επανειλημμένα γι’ αυτό, κι έτσι θεώρησα ότι αλλού έπρεπε να εστιάσω τη σύντομη παρουσίασή μου. Δεν μπορεί, όμως, να μείνει αμνημόνευτο αυτό το μεγαλόπνοο έργο, το οποίο για πρώτη φορά παρουσίασε τις Σταυροφορίες ως μια κοσμοϊστορική συνάντηση και σύγκρουση τριών κόσμων -του βυζαντινού, του ισλαμικού και της Δυτικής Ευρώπης.»…
Διαβάστε τον Ράνσιμαν, είναι πολύτιμος…