Ἀπό τό ἀρχεῖο τῆς «Ἑστίας», 20 Ἀπριλίου 1919
Ἡ εὐθυμία εἶνε ὡραῖον πρᾶγμα. Δίνει ἀτμόν εἰς τήν φαντασίαν, εἰλικρίνειαν εἰς τήν σκέψιν, χρωματιστά, θριαμβικά πτερά εἰς τήν ἀλήθειαν, ποῦ κρύβεται μέσα μας. In vino veritas! Καί δέν ὑπάρχει ἀμφιβολία ὅτι ἡ Ἀλήθεια, τήν ὁποίαν ἀναζητοῦν μέ κόπους καί μόχθους οἱ φιλόσοφοι εἰς τά ἄδυτα τῶν ἀδύτων, εὑρίσκεται, ἁπλούστατα, εἰς τόν πυθμένα τοῦ ποτηριοῦ ἤ τῆς ὀκᾶς, ὅπως προτιμᾶτε. Δέν τήν εἴδατε λοιπόν νά σπινθηρίζῃ κἄποτε μέσα εἰς τό νάμα τοῦ προλεταριακοῦ ρητινίτου, τήν στιγμήν ποῦ κυλίεται ἀπό τήν νέαν «κάνουλαν», ἤ νά ἀκτιβοβολῇ μέσα εἰς τό λαμπρόν κρύσταλλον τοῦ ἀστικοῦ καμπανίτου; Διότι ἡ ἀλήθεια εἶνε μία διά προλεταρίους καί ἀστούς. Καί ἕνας ὁ σπινθηρισμός της!
Θέλω νά εἰπῶ ὅτι δέν συμμερίζομαι τήν ἐξορίαν τοῦ οἴνου ἀπό τήν ἑορτήν τῆς προχθεσινῆς Πρωτομαγιᾶς. Ἐάν ἐν τῷ οἴνῳ εὑρίσκεται ἡ Ἀλήθεια, ὅπως καί ἡ χαρά καί ἡ εὐθυμία, διώκοντες τόν οἶνον, διώκομεν τήν Ἀλήθειαν. Καμμία τοὐλάχιστον ὑψηλή μυσταγωγία δέν τόν ἔχει ἀποκλείσει. Καί εἰς τήν Χριστιανικήν ἀκόμη Μυσταγωγίαν, παρά τόν Ἄρτον, εὑρίσκεται, ὡς γνωστόν, ὁ Οἶνος. Εἶνε τά δύο της μεγάλα, ἀπτά σύμβολα.
Ἀλλά ἡ ὡραία εὐθυμία, ἡ ὁποία ἐξωρίσθη, χωρίς λόγον, ἀπό τήν ἐπίσημον ἐργατικήν ἑορτήν, ἀνέκτησε τά δικαιώματά της εἰς τά ἀνεπίσημα μεθεόρτια. Καί, μολονότι δέν παρευρέθην εἰς τήν πρώτην, παρηκολούθησα τά δεύτερα ἀπό μίαν γωνίαν ἐξοχικοῦ κέντρου, ὅτου ὁ ξανθός ρηνίτης εἶχε λάβει σπουδαῖον μέρος εἰς τήν συζήτησιν. Ὀφείλω δέν νά ὁμολογήσω ὅτι κανέν ἀπό τά ἔκτροπα, τά ὁποῖα πιθανόν νά ἐφοβήθησαν οἱ διῶκταί του, δέν συνέβη. Τό ὡραιότερον καί σεμνότερον κέφι εἶχε γεμίσει τό μικρό μαγαζάκι. Ἡ χαρά ἐβασίλευε. Καί, ὅπου βασιλεύει ἡ χαρά, οἱ δαίμονες τοῦ μίσους, τούς ὁποίους γεννᾷ ἡ στυγνή σοβαρότης, ἀπουσιάζουν. Ἦσαν, λοιπόν, ἐκεῖ μέσα πέντε ἤ ἕξ νέοι ἐργάται, οἱ ὁποῖοι, ἐκδικούμενοι τά σοβαρώτατα νερά τοῦ Ρέντη, εἶχαν ἔλθῃ νά ξεσκάσουν, ὅπως ξεσκάζει συνήθως ἡ φαιδρά καί εἰλικρινής νεότης. «Ἐκατέβαιναν λοιπόν ᾑ μισές» καί δέν «ἀνέβαινεν ὁ βερεσές», διότι, ἁπλούστατα, οἱ ἐργατικοί νέοι ἐπλήρωναν τοῖς μετρητοῖς, καί ἐπλήρωναν μέ μίαν ὡραίαν, ἐφοπλιστικήν χειρονομίαν. Μέ τήν ὥραν της ἦλθε καί ἡ σειρά τοῦ τραγουδιοῦ. Ὀφείλω νά εἶμαι πάλιν εἰλικρινής. Ὄχι ἀγριοφωνάρες, ὄχι γρυλλισμοί, ὄχι οὐρλιάσματα. Τέσσαρες δροσερώταται φωναί ἔπλεξαν ἀμέσως μίαν τετραφωνίαν, σότο βότσε κατ’ ἀρχάς, ἐντονώτερα, ἀλλά διακριτικά πάντοτε, κατόπιν, ἁρμονικώτατα μέχρι τέλους.
Καί οἱ στίχοι τοῦ τραγουδιοῦ, τό ὁποῖον ἀπετείνετο πρός μίαν ὡραίαν, ὅπως πάντοτε, ὄχι βέβαια ἀστήν, οἱ στίχοι, ὅσους κατώρθωσα νά συγκρατήσω, ἦσαν οἱ ἑξῆς:
Θά σοῦ εἶχα τόν Σκουλούδη καρροτσέρη,
Καί τόν Ἐμπειρῖκο γιά λακέ
Τόν Μαυρομιχάλη γιά πορτιέρη
Καί τόν Σκουζέ νά σοῦ φέρνῃ τόν καφέ.
Ὅπως βλέπετε, οὐδεμία Πολιτική γίνεται εἰς τό ἁγνόν ᾆσμα. Ὁ κ. Σκουλούδης καί ὁ κ. Ἐμπειρῖκος ἐναγκαλίζονται ἀλλήλους εἰς τήν στροφήν. Καί ἀκολουθεῖ κατόπιν ἄλλη στροφή, ἡ ὁποία στρέφεται κυρίως πρός τούς μεγάλους καπνοβιομηχάνους, μετά τοῦ σχετικοῦ καλαμπουρίου:
Θά σοῦ εἶχα καί Βάρκα γιά σεργιάνι,
Ὁ Γιαννουκάκης νά κρατάῃ τά κουπιά.
Κι’ ἄν τά πράμματα κάναν πῶς ἀλλάζαν,
Μιά πριγκηπέσσα νταντά γιά τά παιδιά.
Δέν ὑπάρχει ἀμφιβολία ὅτι ἡ «ὡραία» τῶν νέων θά ἦτο ἐνθουσιασμένη διά τήν ὑπεραστικήν εὐτυχίαν, ποῦ τῆς ὑπέσχετο τό τραγοῦδι. Ἐγώ ὕψωσα, κατά καθῆκον, τό ποτῆρι καί προέπια εἰς ὑγείαν.
– Στήν ὑγειά σας, παιδιά! Γρήγορα κ’ ἐφοπλισταί, μέ τό καλό!…
Καί μοῦ εἶπαν:
– Εὐχαριστοῦμε. Παρομοίως!
ΠΑΥΛΟΣ ΝΙΡΒΑΝΑΣ