Ἀπό τό ἀρχεῖο τῆς «Ἑστίας», 1 Νοεμβρίου 1924
Ὁ τίτλος δέν εἶνε ἐφεύρεσις δική μου. Τόν δανείζομαι ἀπό μίαν ἐφημερίδα τῆς Κωνσταντινουπόλεως, εἰς τάς στήλας τῆς ὁποίας καλύπτει μίαν εἴδησιν, ποῦ δέν θά ἠμποροῦσε νά εὕρῃ καλλίτερον καί κυριολεκτικώτερον. Ἡ εἴδησις ἔχει ὡς ἑξῆς:
«Ἡ ἐν Οὔν Καπάν Χασιμπέ χανούμ, περιελθοῦσα εἰς ἀπελπισίαν, διότι ὁ σύζυγός της Ὀσμάν ἀγᾶς, τόν ὁποῖον ἠγάπα ὑπερβολικά, τήν διεζεύχθη, ἀπεφάσισε νά αὐτοκτονήσῃ μέ τόν ἑξῆς πρωτότυπον τρόπον: Ἐπῆρε τά μαργαριτάρια τοῦ περιδεραίου της καί τά κατέπιε τό ἕνα μετά τό ἄλλο. Κατόπιν, ἐξηπλώθη εἰς τήν κλίνην της, ἀναμένουσα τόν θάνατον, ὁ ὁποῖος θά ἔδιδε πέρας εἰς τά δεινά της. Βλέπουσα ὅμως, ὅτι, ἀντί νά τήν παραλάβῃ ὁ εὔσπλαχνος Θάνατος, τήν κατέλαβαν κωλικόπονοι ἀφορήτου ἐντάσεως, κατέφυγεν εἰς τήν Ἀστυνομίαν, ὅπου διηγήθη τήν ἀπελπισίαν της καί τό πάθημά της. Ἡ Χασιμπέ χανούμ ὡδηγήθη εἰς τό νοσοκομεῖον διά τά περαιτέρω.»
Ἰδού μία εἴδησις, πράγματι καταπληκτική! Ἔχομεν ἐνώπιόν μας μίαν γυναῖκα, ἡ ὁποία εἰς τήν πλέον ὀδυνηράν στιγμήν τῆς ζωῆς της διετήρησε ζωηρόν τό αἴσθημα τῆς ἀξιοπρεπείας της. Δέν ἔπεσεν ἀπό τόν κρημνόν. Δέν ἐρρίφθη εἰς τά κύματα τῆς θαλάσσης. Δέν ἐπέρασε τόν βρόχον εἰς τόν λαιμόν της. Δέν συνέτριψε τό κρανίον της μέ μίαν σφαῖραν. Δέν ἄνοιξε κουμπότρυπαν εἰς τήν καρδίαν της. Ὅλα αὐτά τά κάμνουν οἱ ἄνθρωποι, ποῦ δέν ἔχουν ἀξιοπρέπειαν καί αἰσθητικήν ἤ τήν χάνουν εἰς τά πρόθυρα τῆς ἄλλης ζωῆς. Ἡ Χασιμπέ χανούμ ὅμως, εἶχε καί ἀξιοπρέπειαν καί αἰσθητικήν καί –τό σπουδαιότερον– περιδέραιον μαργαριτῶν. Κατέπιε, λοιπόν, τά μαργαριτάρια της.
Ποιός τήν ἐπληροφόρησεν, ὅτι τά μαργαριτάρια εἶνε προικισμένα μέ δηλητηριώδεις δυνάμεις, δέν τό γνωρίζομεν. Γνωρίζομεν ὅμως, ὅτι τά κατέπιε διά νά ἀποθάνῃ. Διότι, ἄν ἐπρόκειτο νά ζήσῃ, δέν θά ἀπεφάσιζε νά στερηθῇ τοῦ περιδεραίου της. Ἐν τούτοις, δέν ἀπέθανε. Τά μαργαριτάρια, τά ὁποῖα, ὅταν φέρωνται εἰς τόν λαιμόν μιᾶς κυρίας, προξενοῦν κωλικοπόνους εἰς τάς ἄλλας κυρίας, ἐπέφεραν τό ἀποτέλεσμά των εἰς τήν ἰδίαν. Καί ἡ ὡραία Χασιμπέ ἐχρειάσθη νά μεταφερθῇ εἰς τό Νοσοκομεῖον διά τά «περαιτέρω». Ποῖα εἶνε τά «περαιτέρω» αὐτά, δυνάμεθα νά τά μαντεύσωμεν εὐκόλως. Τά μαργαριτάρια δέν εἶνε προορισμένα νά στολίζουν τάς ἕλικας τῶν ἐντέρων, οὔτε τῶν ὡραίων κυριῶν, οὔτε τῶν χοίρων τῆς Εὐαγγελικῆς νουθεσίας. Ἔπρεπε, λοιπόν, μέ κάθε θυσίαν νά ἀπαλλαχθοῦν ἀπό τήν ταπείνωσιν αὐτήν. Καί περί τούτου θά ἠσχολήθησαν βεβαίως οἱ ἰατροί, πρός τούς ὁποίους παρεπέμφθη ἡ μαργαριτοφάγος χανούμ, εἴτε μέ τήν βοήθειαν ἑνός ἁπλοῦ καθαρσίου ἤ, ἐν ἀνάγκῃ, μέ μίαν προσφυγήν εἰς λαπαριτομίαν, ἐπιφυλάσσουσαν ἐκπλήξεις, τάς ὁποίας κανένας χειρουργός μέχρι σήμερον δέν ἐγνώρισεν εἰς τόν κόσμον.
Ὁπωσδήποτε, τό γεγονός εἶνε, ὅτι ἡ Χασιμπέ χανούμ ἐνήργησε μιάν αὐτοκτονίαν πολυτελείας, ἄγνωστον μέχρι τοῦδε εἰς τά χυδαῖα χρονικά τῶν αὐτοκτονιῶν. Εὐτυχῶς ἡ ἀπόπειρα ἀπέτυχεν. Καί ἡ θελκτική χανούμ θά ξαναδεχθῇ τά μαργαριτάρια της, διά τοῦ γύρου τῆς κοιλίας της. Τό περιδέραιόν της τοιουτοτρόπως θά ἀποκτήσῃ ἀμύθητον ἀξίαν διά κάθε αἰσθηματικόν ἄνθρωπον. Καί οἱ ποιηταί θά τό ὑμνήσουν. Διότι, ἄν «τό νά κάμνῃ ἕνα δάκρυ ἕνα μαργαριτάρι, εἶνε ἐδῶ κάτω τό πάθος τοῦ ποιητοῦ, ἡ εὐτυχία του καί ἡ ὑπερηφάνεια του», τό νά δέχεται ὁ ποιητής ἕνα μαργαριτάρι ἀπό τό ἔντερον μιᾶς ὡραίας κυρίας, εἶνε ἰδεώδης αἰσθητική εὐτυχία. Καί τήν εὐτυχίαν αὐτήν προσέφερεν εἰς τήν Ποίησιν ἡ ὡραία Χασιμπέ χανούμ.